Are you lost? Don't be afraid my dear, I'll be there when you'll need me.. To sing to you the song of sadness when all hope will have been lost...

Tied Puppets


Liani
Είμαι ο ιππότης της τετράγωνης κρέπας,
ο άρχοντας του κηκλιδώματος,
ο πρίγκιπας της τουαλέτας,
είμαι το φως του φρένου,
η βουβαλική μάζα του τραίνου,
είμαι ο σκουπιδοφάγος του σπιτιού σας.
Είμαι ο άρχοντας
Είμαι ο Μεγιστάνας
Είμαι πριγκίπισσα
Είμαι ο διακόπτης

ΕΙΜΑΙ... Ο Άκυρος Λόρδος
(τυχών συμπτώσεις με αληθινά πρόσωπα είναι τυχαίες)
Σήμερα έκλεισα τα 5 μου :D

Never Judge a Book By It's Cover ;)
<-------------------------------->


Adis
Αν σου πω ποιος είμαι σήμερα, δε θα ξέρεις ποιος θα 'μαι αύριο. Αν προσπαθήσω να σου πω ποιος θα είμαι αύριο από σήμερα, ίσως και να κάνω λάθος. Το χθες είναι πλέον πολύ μακριά. Έτσι γράφω για να "σώσω" το ποιος είμαι τη στιγμή που το κάνω.. Όλοι μας αλλάζουμε, αρκεί να ξέρεις να χειριστείς σωστά αυτό που γίνεσαι..

The page of an old friend

Take a walk down the visual
Bill Ioanou


There are things known and things unknown an' in between are the doors...

Bleeders

Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010

...Μια ώρα τώρα το κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω τι ώρα είναι.. Οι χτύποι σαν σφυριές τρυπούν τ' αυτιά μου πλέον.. Άραγε πέρασε μόνο μια ώρα?... Ξανακοίταξα. Πλησίασα. Πλησίασα λίγο περισσότερο.. Τότε συνειδητοποίησα πως χαμογελούσα γιατί κατάλαβα όταν είδα τις μπαταρίες στο πάτωμα... Ξαφνικά τρεις γνώριμες φάτσες εμφανίστηκαν στον καθρέφτη στα δεξιά και γελούσαν μ' όλη τους τη δύναμη χωρίς ν' ακούγονται.. Πήγαιναν ρυθμικά μπρος πίσω με ορθάνοιχτα μάτια που κοιτούσαν αγχωμένα προς όλες τις κατευθύνσεις.. Ο ήχος ήρθε καθυστερημένα και ήταν τελείως ασυγχρόνιστος με την εικόνα.. Ανατριχιαστικά γέρικα γέλια έβγαιναν απ' τα στόματα των νέων και μου θύμιζαν το μέλλον.. Τότε μου ήρθε αμέσως στο μυαλό η αστραπή και η βροντή και κοίταξα στην κούπα του καφέ που κρατούσα ξαφνικά στα χέρια μου.. Προσπάθησα να εστιάσω βαθιά μέσα του και να δω πέρα απ' το σκούρο, καφέ χρώμα του.. Μετά από λίγο κατάφερα να παρατηρήσω μια λευκή τελεία στο κέντρο του πάτου.. Μπορεί να ήταν και κίτρινη, όταν πριν προλάβω να σιγουρευτώ μια απότομη ρουφήχτρα με τράβηξε κατευθείαν μέσα...

Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν σε άλλη θέση, όρθιος στη γωνία του δωματίου μου.. Όλα (σχεδόν) ίδια.. Ο καθρέφτης αυτή τη φορά ήταν αριστερά απ' το ρολόι που κρεμόταν ανάποδα ψηλά στον τοίχο.. Δε με παραξένεψε και πολύ όμως όταν είδα το χαλί και όλα τα έπιπλα στο ταβάνι και τη λάμπα αναμμένη στο πάτωμα σαν μπαλόνι γεμάτο με ήλιο.. Ο καφές τώρα ήταν πάνω σ' ένα τραπεζάκι, που πρώτη φορά έβλεπα, μπροστά απ' την πόρτα, η οποία δεν είχε χερούλι μόνο μια μαύρη τρύπα απ' την οποία δεν έβλεπες τίποτα παραπέρα..
Κοίταξα πάλι τον καθρέφτη. Θυμήθηκα ξανά την αστραπή και βγήκα στο μπαλκόνι να την ψάξω.. Είχε πια ξημερώσει, πρέπει να ήταν 22:41 απ' ό,τι άκουσα.. Για κάποιο περίεργο λόγο έξω δεν είδα πουθενά κάγκελα.. Έκανα ένα βήμα πέρα απ' τα σύνορα του μπαλκονιού με διάθεση να πέσω, αλλά δεν τα κατάφερα.. Σκαλοπάτια εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο σε κάθε μου πάτημα.. Άλλα ανέβαιναν, άλλα κατέβαιναν.. Κάποια στιγμή έχασα την αίσθηση του ύψους και του βάρους.. Πρέπει να είχαμε ανέβει αρκετά.. Συνέχισα να ψάχνω εκείνη τη λάμψη στον ουρανό, αλλά σε κάθε ματιά με κάρφωνε και ένα διαφορετικό φως αστεριού.. Ευτυχώς τουλάχιστον είχε πανσέληνο για να βλέπω που πατάω.. Και μόλις επαναπαύθηκα σ' αυτήν τη σκέψη τα σκαλοπάτια έσβησαν μαζί με όλα τα λαμπιόνια του στολισμένου μου ουρανού.. Και έπεσα. Στο κενό.. Όμως πριν προλάβω ν' αγγίξω έδαφος τα πάντα έσβησαν ξανά και ύστερα πάλι επανήλθαν...

Αυτήν τη φορά καθόμουν δίπλα σ' ένα σκιάχτρο μελαγχολικά χαμογελαστό.. Όλα λευκά, χιόνιζε. Όχι χιόνι, ήταν κάστανα, αλλά ήταν ελαφριά σαν πούπουλα και κατάλευκα. Έπεφταν αργά αργά απ' το γκρίζο ουρανό και μόλις άγγιζαν το έδαφος φύτρωναν μαργαρίτες που μαραίνονταν και χάνονταν πάλι από 'κει που 'ρθαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.. Και εγώ καθόμουν ακίνητος εκεί να κοιτάζω μαγεμένος το περίεργο αυτό θέαμα λες και ήταν η έναρξη τελετής της πιο μεγάλης γιορτής του κόσμου!. Και τότε ξαφνικά το σκιάχτρο άρχισε να περιστρέφεται, στην αρχή σιγά σιγά και μετά όλο και πιο γρήγορα.. Έμοιαζε να θέλει να φωνάξει, να μιλήσει, όχι απαραίτητα σε 'μένα, απλά ν' ανοίξει το στόμα του και να βγάλει φωνή ανθρώπινη.. Και όσο δεν τα κατάφερνε τόσο και πιο γρήγορα γύριζε.. Και ο εκκωφαντικός ήχος που δημιουργούσε με τον αέρα γύρω του θύμιζε φωνές από κοινό σε συναυλία που ζητούσε τα λεφτά του πίσω.. Και πρέπει να ήταν χιλιάδες.. Τους άκουγα όλο και πιο καθαρά, σαν να με πλησίαζαν με σκοπό να με φάνε ζωντανό.. Τα μάτια μου έκλεισαν αυτόματα.. Τρόμαξα. Με μια απότομη κίνηση πετάχτηκα πάνω και έκανα ένα βήμα προς τα πίσω παραπατώντας.. Ποιος ξέρει από που βρέθηκε εκεί, σκέφτηκα, όταν είχα ήδη αρχίσει να βυθίζομαι στην τρύπα στην οποία είχα πέσει.. Ένιωθα να πνίγομαι.. Αυτό ήταν, σε λίγο δεν έβλεπα τίποτα.. Το φως του ουρανού χάθηκε στο βάθος και η τρύπα έκλεισε καταπίνοντας με...

Δυστυχώς δεν ήταν το τέλος... Έριξα μια γρήγορη ματιά γύρω μου.. Όλα ήταν στη θέση τους.. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, στο δωμάτιό μου με τα ρούχα της δουλειάς και μάλλον με είχε πάρει ο ύπνος.. Ίσως απλά να ήταν ένα όνειρο.. Κι όμως έμοιαζε τόσο αληθινό... Έκανα να σηκωθώ μα δε μπορούσα, ένιωθα τόσο αδύναμος.. Ξαφνικά ζαλίστηκα, όπως ο μεθυσμένος το επόμενο πρωί του πάρτι.. Δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα.. Ξανακούμπησα το κεφάλι μου πίσω στο μαξιλάρι.. Έκατσα εκεί και απλά κοίταζα το ρολόι στον τοίχο ναρκωμένος.. Τα λεπτά έμοιαζαν να περνάνε πότε πότε τόσο γρήγορα και πότε πότε τόσο αργά.. Μια ώρα τώρα το κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω τι ώρα είναι.. Οι χτύποι σαν σφυριές τρυπούν τ' αυτιά μου πλέον.. Άραγε πέρασε μόνο μια ώρα?...
Παρασκευή, Οκτωβρίου 15, 2010

 Κεφαλαιο Τριτο.






Εκατομμύρια συγνώμη για την τεραστια αργοπορια στο να τελειωσω την ιστορια, ομως δεν καταφερα να την τελειωσω.
Επεισης θελω να ανακοινώσω οτι για 9 μηνες θα απουσιαζω απ το Βλογ γιατι μου ηρθε το χαρτι για το στρατο οποτε οταν θα γυρισω θα ξαναγραψω την ιστορια σε εκδοση 2 :Ρ καλυτερη με δερματινο εξωφυλλο :Ρ
Μεχρι τον Νοεμβριο να εισαστε ολοι καλα :)
Lianiς 


Παρασκευή, Οκτωβρίου 01, 2010

Κεφαλαιο Δευτερο.








Αν και δεν μπορω να πω δεν εχω παραπονο απ την δουλεια μου. Ο κλαδος των Computer Graphics δεν εχει τοσο μεγαλη καταπονηση στο σωμα οσο στο πνευμα. Δουλευα αποκλειστικα στο σπιτι μου. Η εταιρια εστελνε τα αρχεια πανω στα οποια επρεπε να δουλεψω και εγω δεν χρειαζοταν να κουνηθω απ την καρεκλα μου, σηκωνόμουν μονο για να φαω, να κοιμηθω, να βγω με τους φιλους μου και για να παω στο γυμναστήριο . Το γυμναστήριο είναι ο απολυτος φιλος του ανθρωπου που βρισκετε μπροστα στο υπολογιστη πανω από 12 ωρες την μερα. Αυτό το καταλαβα στον δευτερο χρονο δουλειας σε αυτό τον κλαδο. Όταν απεκτησα μια πολύ ομορφη κοιλιτσα από τις μπυρες και τις απειρα junk food που ετρωγα. Όμως η ζεστη δεν σε αφηνε να πας πουθενα. Το να περπατησεις στον εξω κοσμο ηταν σαν κατορθωμα. Ο κοσμος εξω εβραζε. Οι αναπνοες πονουσαν όταν τις εισεπνεες. Τοσο ζεστο καλοκαιρι ειχε να συμβει 60 χρονια ελεγαν οι ειδησεις. Εμενα όμως δεν με αγγιζε και ενιωθα καταθλιπτικα χαρουμενος για αυτό. Ευτηχως που υπηρχαν τα κλιματιστικα. Γιατι αλλιως δεν θα υπηρχε κανεις ζωντανος. Ο περισσοτερος κοσμος μαλλον ηταν για διακοπες, απολαμβαναν την ελληνικη θαλασσα. Δροσερη, αναζωογονητικη και προπαντως ανακουφιστικη από το στρες του υπολοίπου χρονου. Εγω όμως σαν καλος εργαζομενος ημουν σπιτι και δουλευα πανω σε ένα μοντελο για μια διαφημιση. Ηταν αρχες Ιουλιου όταν ο κολλητος μου μου εστειλε ένα email.


    - ελα ρε καμενε εγκεφαλε. Ζεις; Σε περνω τηλεφωνο εδώ και 3 μερες στο κινητο, στο σταθερο, ακομα και το παλιο μας walkie-talkie δοκιμασα, αλλα τιποτα. Απάντα για να ξερω ότι ζεις. Και με την ευκαιρια παρε μια αδεια και ελα μαζι μας για διακοπες. Εχουμε μαζευτει ολοι. The good cause needs you!!! We are all waiting for your response Plus. Waiting breathless…Minus. Over and Out. –


    Με τον Χριστο γνωριζομασταν από το γυμνάσιο. Ότι ειχαμε περασει το ειχαμε περασει μαζι. Θεε μου σκεφτηκα, θυμήθηκε το παλιο τροπο επικοινωνιας μας. Τα walkie-talkie. Ηταν τοτε που ξεκινησε το κυμα των κινητων, και ολοι ειχαν από ένα. Ειμασταν 14 όταν αποκτισαμε και οι δυο την απολυτη παιχνιδομηχανη εκεινης της εποχης. Τα Nokia 3310 με το κολλητικό φιδακι που ειχαμε λιωσει και οι δυο, οι αναπαντητες που γινοντουσαν στην ωρα του μαθηματος. Οι ευκαιριες για γνωριμιες που δωθηκαν με τα ραδιενεργα κουτακια. Όμως συντομα ανακαληψαμε και το μειονεκτημα. Τη μανια των γονεων για ελεγχο και καταπιεση. Να σε παιρνουν τηλεφωνο πανω στην διασκεδαση και να σου λενε ότι είναι περασμενα μεσανυχτα και πρεπει να γυρισεις σπιτι, να σου χαλανε ολοι την καλη διαθεση. Ε τοτε βρηκαμε αυτό που θελαμε. Τεχνολογια που υπηρχε εδώ και χρονια, εμβελεια 10 χιλιομετρων και κωδικοποιηση σηματος ετσι ώστε κανεις να μην μπορει να σε ακουει παρα μονο εκεινος που ηθελες. Ειχαμε βρει το απολυτο τροπο για να μιλαμε. Φθηνα και κρυφα. Όλες αυτές οι αναμνησεις, καταστασεις, γκαφες, τρέλες περασαν στιγμιαία από το μυαλο μου και ηταν συντελεστες στο να σχηματιστεί ένα χαμογελο στο προσωπο μου. Δεν θα ηταν κακη ιδεα να κανω διακοπες. Εξαλου χριστουγεννα και πασχα δεν πηγα πουθενα λογο του χωρισμου μου με την Μαρια που με κρατησε σε καταθλιψη για 8 μηνες. Μεσα σε μια ωρα ειχα την αδεια. Εξαλλου ο διευθυντής μου, ειχε αρχισει να ανησυχεί ότι μπορει να παθω τιποτα από την πολύ δουλεια και μου εδωσε την αδεια ευχαριστως. Πριν αρχισω να μαζευω τα πραγματα μου εκατσα να γραψω απαντηση στον Χρηστο.

    - Plus to Minus. Reporting : Project Summer Vacation = Active. ETA 3~4 hours. Meeting place = Your House.
Plus Over and Out. -

     Πατησα το κουμπι της αποστολης και εκατσα για λιγο στην καρεκλα. Ηδη φανταζομουν τον Χρηστο να χοροπηδαει από την χαρα του σε ολο το σπιτι. Από εδώ και περα ξεκιναει η τρελα.


    Από μικροι, ολοι η παρεα μας ειχαμε συμφωνησει πως όταν παμε ολοι μαζι διακοπες θα πηγαινουμε στο παιδικο μας παραδεισο. Εκει που γνωριστηκαμε και περασαμε τα καλυτερα καλοκαιρια, Χαλκιδικη. Ξεκινησαμε στις οχτω το απογευμα, 4 αυτοκινητα το ένα πισω απ το άλλο. Μοιρασαμε τα ατομα στα 3 αμαξια και στο τελευταιο ηταν οι αποσκευες. Ενιωθα σα μικρο παιδι, με τους παιδικους μου φιλους τριγύρω. Η διαδρομη ηταν σαν πανηγυρι. Τρεις ωρες γελιου. Όταν τελικα φτασαμε βρηκαμε το καμπινγκ όπως ηταν και παλια εκτος από μερικες ανακαινίσεις. Τα τροχοσπιτα που ειχαμε ηταν το ένα διπλα στο άλλο, και πληρωναμε ολο τον χρονο το καμπινγκ για να εχουμε τις ιδιες θεσεις. Ο ενας διπλα στον αλλον, όπως παλια. Μολις βγηκα από το αμαξι ενοιωσα το στρες να φευγει από το σωμα μου και οι μυς μου να χαλαρωνουν. Παρκαραμε τα αυτοκινητα και ξεφορτωσαμε ότι ειχαμε ο καθενας στο τροχοσπιτο του. Μετα μαζευτηκαμε και φαγαμε ολοι μαζι σε ένα τραπεζι γεματο από κονσερβες που ειχε φερει ο καθενας. Ξεσηκωσαμε τους τριγυρω με τα γελια μας και τελικα όταν μας κανανε παρατηρηση το διαλυσαμε μεχρι αυριο. Ηταν μια πολύ ευχαριστη αλλαγη, το να κοιμασαι με τον ηχο των κυματων που χτυπουσαν την αμμο τις παραλιας αντι των ηχων της πολης.
    Το επομενο πρωι, ξυπνησα από τις φωνες, τα παιδια ειχαν ηδη σηκωθει και πηγαν για ψωνια. Συνεχισα να χουζουρευω και απλως να ακουω. Αυτοι οι ηχοι ηταν τοσο ιδιοι, όπως και το προηγουμενο καλοκαιρι, όταν ηταν και η Μαρια εδώ μαζι μου. Μεναμε στο ιδιο τροχοσπιτο, ηταν οι ιδιοι φιλοι, ηταν το ιδιο κρεβατι, ιδια σεντονια χωρις το αρωμα της. Χωρις εκεινη όλα ηταν τοσο κρυα, τοσο αδεια χωρις το χαμογελο της, χωρις το γελιο της. Δεκαδες εικονες περασαν μπροστα απ τα κλειστα μου ματια. Όταν τα ανοιξα πηρα μια βαθια ανασα και ειπα στον εαυτο μου ¨συνελθε, δεν πρεπει να σε δουν ετσι¨, σηκωθηκα απ το κρεβατι και "φορεσα" ένα χαμογελο. Ανοιξα την πορτα και τους ρωτησα ¨ποιος είναι για ένα πρωινο μπανιο;¨ ολοι ομοφωνα φωναξαν και αρχισαμε να τρεχουμε προς την παραλια, βουτηξαμε όπως ειμασταν με τα ρουχα και υστερα παιζαμε στην θαλασσα. Πιστευω πως θα ηταν παραξενο να βλεπεις δεκα ατομα 20 με 24 χρονων να παιζουν σαν δεκατριαχρονα. Αλλα εμας δεν μας ενοιαζε, περνουσαμε τελεια και αυτό μετρουσε. Βγαινοντας από την θαλασσα σταματησα και γυρισα να κοιταξω. Μεσα μου κατι με εκαιγε. Οι αναμνησεις της Μαριας γεμιζαν ολο το χωρο. 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 23, 2010
παρακαλω κλειστε την οποια μουσικη ακουτε και ακουστε το κομματι που εβαλα, με αυτο εγραφα την ιστορια :)
           

 
Πρόλογος.
Ξημερώματα Δευτέρας. Στριφογυρνάω μες το κρεβατι προσπαθωντας να κουκουλωθω με το σεντονι οσο καλυτερα μπορω, δεν μπορω να κοιμηθω και ο κρυος ιδρώτας σταζει σαν καταραμενη βροχη φωτιας στο μυαλο μου. Οταν περασαν μερικα δεκάλεπτα απ την ωρα που ξυπνησα απ τον εφιαλτη. Καθισα στο κρεβατι μου και αφουγκράστηκα, δεν ακουγα τιποτα που να θυμιζει το αιμοβόρο εξωγήινο μυαλό-καταβροχθίτη απ το εφιαλτη μου. Σηκωθηκα και ξεκινησα να περπαταω πανω στο παρκε του δωματιου μου. Έτριζε σαν διαολεμενο, πάντα πιστευα οτι καποια στιγμη θα πεσω στην τραπεζαρια που ηταν ακριβως απο κατω, αλλα ευτηχως μεχρι σημερα δεν ειχε γινει κατι τετοιο. Φτανω στην πορτα, πιανω το πομολο, ειναι δροσιστικο. Γυρναω και την ανοιγω ελάχιστα. Απο μικρος ειχα μαθει το μυστικο για να την ανοιγω χωρις να ακουγεται. Ανοιγεις λιγο και μετα με μια αποτομη κινηση ανοιγεις μεχρι την μεση, τοσο μου ηταν αρκετο για να περασω και να μην ακουστώ. Κατεβηκα την σκαλα και τωρα εστριψα για την κουζινα. Χρειαζομουν οπως και δηποτε ενα ποτηρι νερο. Ηπια και εβαλα το ποτηρι πανω στον παγκο. 
   Μια ξαφνικη πηγη φωτος με τυφλωσε οταν αντικατοπτρίστηκε απο το ποτηρι που μολις εβαλα στον παγκο. Ανοιγοκλεινα τα ματια μου μεχρι που να γυρισει το "φως" μου. Τοτε καταλαβα τι ειχε γινει. Βγηκα εξω στην βεραντα της κουζινας και κοιταξα πανω.

 - Ωστε εσυ παιζεις εδω εξω ε?

Δεν περιμενα καμια απαντηση απο εκεινο. Γιαυτο και καθισα στο δευτερο σκαλι απο τα τρια που σε εβγαζαν στο πισω κηπο του σπιτιου. Ακουσα καποιον να περπαταει μεσα στο σπιτι, ηστερα ετριξε το 12το ξυλο απ την πορτα της βεραντας. Οταν ανοιξε η πορτα γυρισα και εγω το κεφαλι μου. Ηταν η Γιαγια μου.

 - Τι κανεις εδω?

 - Τιποτα απλως κοιτουσα τον ουρανο και απολαμβανα την ηρεμια της νυχτας.

Ενα χαμογελο εμφανιστηκε στο προσωπο της γιαγια μου. Ηρθε και εκατσε διπλα μου και κοιταξε και εκεινη.

 - Ξερεις λενε οτι δεν κανει να κοιτας τις μερες τις πανσελήνου το φεγγαρι. Μου ειπε.

 - Γιατι?

 - Γιατι υπαρχει μια μάγισσα στην αλλη ακρη της Γης που κανει μάγια και εχει την πανσέληνο σαν τριτο ματι. Οποτε οταν την κοιτας ειναι σαν να κοιτας την μάγισσα κατάματα.
Απο εκεινο το βραδυ πολλα αλλαξαν, πολλα ξεχάστηκαν, πολλα εσβησαν. Ομως αυτο το βραδυ μου εμεινε σαν η αρχη μιας τρελας που δεν θα έβρισκε ποτε ησυχία.

 

Κεφαλαιο Πρωτο.

Απο τοτε που με θυμαμαι ειχα μια μανια με τις συλλογες. τηλεκαρτες, νομισματα, αρθρα από εφημεριδες, παραξενες βιδες, μπαταριες, φωτογραφιες. Όλα ηταν ταξινομημένα ανα κατηγορια. Οι φωτογραφιες ηταν οι μονες που ειχαν υπερβολικα πολλες κατηγοριες π.χ. Πολεμου, Αναρχια, Φυτα, Καταραχτες, Εκφρασεις ανθρωπων, Τοπια, Νεκρη Φυση και δεκαδες κατηγοριες ακομα. Ότι πιο παραξενο μπορει κανεις να φανταστει το ειχα. Η αγαπημενη μου όμως κατηγορια, αυτή που ειχε το δικο της ντοσιε αποκλειστικά, το στολιδι ολων των συλλογων μου ηταν η κατηγορια του φεγγαριου. Φωτογραφιες που εβγαζα κάθε πανσελινο για τα 14 τελευταια χρονια. Στην αρχη ηταν απλες φωτογραφιες από μια φωτογραφικη που βρηκα εκεινη την στιγμη "τρελας", μικρα φεγγαρια και θολα αρχισαν την συλλογη, οσο περνουσε ο καιρος το φεγγαρι εγινε κατι περισσοτερο από μια απλη συλλογη, οποτε και ειδικα για αυτές τις φωτογραφιες αγορασα μια φωτογραφικη μηχανη τελευταιας τεχνολογιας που να μπορει να συνδεετε με τηλεσκοπιο. Ετσι ειχα την ευκαιρια να βλεπω το φεγγαρι τοσο κοντα που ενιωθα ότι εάν απλωσω το χερι μου προς την μερια του θα ακουμπουσα την τραχια γεματη κρατηρες επιφανεια του. Καποιες μερες που με επιαναν οι καταθλιψεις καθομουν και κοιτουσα το ντοσιε από την αρχη μεχρι το τελος. Δεν ειχα χασει ποτε μου πανσέληνο και ηταν από τα πραγματα που ημουν περιφανος. Ότι και να γινοταν οπου και να ημουν αυτό ειχε παντα την μεγαλυτερη προτεραιότητα. Σιγα σιγα αρχισα να νιωθω εικιοτητα με το ¨παγωμενο¨ ,όπως ελεγαν οι περισσοτεροι ανθρωποι,  κομματι του συμπαντος. Ηταν μερες που επερνα ένα μπουκαλι κρασι και δυο ποτηρια. Καθομουν στο μπαλκονι μου και συζητουσα μαζι του, εγω και εκεινο. Του ελεγα τα προβληματα μου, καποιες φορες μεσα στην μεθη μου του ειχα φωναξει και ηστερα ζητουσα συγνωμη. Όμως ότι και να γινοταν παντα εκεινο ηταν εκει να με κοιταει στα ματια, να με ακουει και να ποναει όταν πονουσα και εγω. Ποσες φορες ειχα βρει τον εαυτο μου να σκεφτεται το ιδιο πραγμα «Μακαρι να μπορουσα να σε βλεπω συνεχεια και όχι μονο στο τελος του μηνα».
   Όταν χωρισα με την τελευταια μου κοπελα δεν μιλισα με κανενα για το θεμα εκεινο και περιμενα την επομενη πανσελινο για να τα πω σε εκεινο. Και όπως παντα ηταν εκει, από πανω μου να με περιμενει για να ακουσει ότι ειχα να βγαλω μεσα από την ψυχη, την καρδια και το νου μου. Εκεινο το βραδυ μιλισαμε για 7 ωρες μεχρι που το ειδα να χανετε μεσα στην ανατολη του ηλιου με ένα χαμογελο.


Photosource from djvman
Σάββατο, Αυγούστου 28, 2010


Τότε ξαφνικά θυμήθηκα τα παιχνίδια μπέιζμπολ που κάναμε με την ομάδα πριν τα παρατήσω.. Την αίσθηση εκείνη που νιώθεις περιμένοντας τον άλλο απέναντί σου να σου στείλει εκείνο το τόσο βαρύ για το μέγεθός του μπαλάκι με όλη του τη δύναμη.. Γιατί ξέρεις πως δε θα σου χαριστεί.. Και όσο περιμένεις ο ιδρώτας κυλάει στο μέτωπό σου μέσα απ' το κράνος ενώ παράλληλα η αδρεναλίνη ανεβαίνει στα ύψη καθώς μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το στέλνεις πίσω και το βλέπεις ν' απομακρύνεται ψηλά στον ουρανό.. Και ξέρεις ότι τώρα που πέτυχες τον στόχο σου πρέπει να τρέξεις.. Και αυτό έκανα. Έτρεξα...

Η χαρτοταινία σχίστηκε και το σαγόνι του θρυμματίστηκε ενώ έφυγε πίσω μαζί με την καρέκλα.. Κομμάτια, μάλλον από δόντια θαρρώ, ακούστηκαν καθώς σκορπίστηκαν στο πάτωμα της αίθουσας όπου το κόκκινο βασίλευε.. (Το μπαλάκι πρέπει να ήταν ακόμη στο στόμα του γιατί δεν το είδα πουθενά..) Ταυτόχρονα είδα και την Κλεοπάτρα να πέφτει με το κεφάλι λιπόθυμη απ' την έδρα. Όμως δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα εκείνη τη στιγμή, όλα είχαν τελειώσει.. Κοίταξα γύρω μου και δάκρυσα.. Παντού μύριζε η κατάντια μας.. Μας σιχάθηκα... Πέταξα το ρόπαλο απ' τα χέρια μου και αφού έβαλα σ' όλους τους ορόφους φωτιά έφυγα τρέχοντας όπως μπήκα.. Μακάρι αυτή η φωτιά να μπορούσε να κάψει και όλες αυτές τις αναμνήσεις μαζί με το κτίριο της φρίκης... Κόντευε τέσσερις τα ξημερώματα και υποτίθεται μέχρι αυτήν την ώρα θα είχαμε γυρίσει πίσω. Τίποτα όμως δεν έγινε όπως το είχαμε σχεδιάσει εξ αρχής.. Τίποτα...
Ευτυχώς για 'μένα πρόλαβα και γύρισα σπίτι χωρίς να με καταλάβουν.. Και το επόμενο πρωί στο οποίο το απάνθρωπο αυτό σκηνικό ήταν πλέον γεγονός με βρήκε στο κρεβάτι.. Τρομοκρατήθηκε ολόκληρη η πόλη είπαν, αλλά δε μπορούσαν ν' αποδείξουν τίποτα.. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν άκουσε και δε μπορούσαν να με κατηγορήσουν για τίποτα ακόμη κι αν με υποψιαζόντουσαν...

Ο Άλεξ ευτυχώς δε μίλησε, αλλά ούτε και με ρώτησε τι συνέβη.. Ένα μήνα μετά από αυτό περίπου δεν τον ξαναείδα, μου είπαν πως είχε μετακομίσει με τους δικούς του, αλλά δεν τον έψαξα.. Ούτε κι αυτός εμένα.. Το πιο περίεργο και άσχημο που έμαθα λίγο καιρό μετά ήταν πως η Κλεοπάτρα είχα καταφέρει να συνέλθει και να βγει απ' το σχολείο πριν καεί ζωντανή όπως μάλλον έπαθε ο Κώστας.. Αλλά είχε πάθει ολική αμνησία και μερικές μέρες αργότερα έμεινε φυτό, μάλλον απ' το σοκ και το χτύπημα στο κεφάλι όταν έπεσε.. Όπως ήταν φυσικό και αυτή δε μπορούσε να πει τίποτα.. Κρίμα όμως, ήταν πολύ νέα για κάτι τέτοιο...

 
Και οι μέρες περνούσαν χωρίς αποτέλεσμα.. Και τώρα θα ήμουν μια χαρά αν δεν ήταν εκείνος.. Κάποιος μας είχε δει εκείνο το βράδυ.. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά άκουσα πως ήταν ο Χρήστος, ο μεγαλύτερος αδερφός του Κώστα, (για τον οποίο εγώ για κάποιο περίεργο λόγο δεν είχα ξανακούσει τίποτα) και ένα χρόνο μετά λένε, μαρτύρησε στην αστυνομία πως είδε τον αδερφό του μαζί με άλλους δύο να τρέχουν μεσ' στη νύχτα.. Δε ξέρω γιατί άργησε τόσο να μιλήσει, αλλά λίγο με νοιάζει τώρα.. Ευτυχώς βέβαια δεν είχε προλάβει να μας αναγνωρίσει, αλλά όπως και να 'χει αυτός είναι ο λόγος που με ψάχνουν μέχρι και σήμερα... Γι' αυτό σου λέω, πρέπει να με βοηθήσεις να φύγω απ' τη χώρα όσο πιο σύντομα γίνεται.. Και σε χρειάζομαι γιατί πλέον δε μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν άλλο... Με τα λεφτά τα βρίσκουμε, μην ανησυχείς.. Θα το κάνεις λοιπόν? Λέγε..

Ο ξανθός και γεροδεμένος τύπος τότε έκανε λίγο πίσω την καρέκλα του και ανοιγόκλεισε τα μάτια κοιτάζοντας το νυχτερινό τοπίο έξω απ' το παράθυρο.. Έσφιξε τα χείλη του και μετά έφτυσε μεσ' στο ποτήρι της μπύρας του βάζοντας ταυτόχρονα προσεκτικά το δεξί του χέρι στην εσωτερική τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του... Ένας ψιθυριστός πυροβολισμός ακούστηκε μέσα απ' το bar και λίγο μετά μια σκιά χάθηκε μεσ' στη βροχή με αργά και σταθερά βήματα, στο στενό που οδηγούσε προς το κέντρο της πόλης.. Εκείνο το περίεργο βράδυ βρήκε τον Πασχάλη απρόσμενα νεκρό με το κεφάλι βουτηγμένο στο αίμα πάνω στο τραπέζι της συνωμοσίας με ένα χαραγμένο "Χ" στο μέτωπό του, μάλλον από μαχαίρι...
Δευτέρα, Αυγούστου 16, 2010

Βενζίνη και αίμα είχαν γίνει ένα και ολόκληρο το πάτωμα έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής ελεύθερου σχεδίου.. Και στη μέση... Πως μπορεί να τον είχαμε ξεχάσει αυτόν?.. Τις καθημερινές κοιμόταν εκεί, το είχαμε ακούσει κάποια στιγμή από κάτι παιδιά, αλλά το αγνοήσαμε.. Και αυτή η λεπτομέρεια μας κόστισε.. Ήταν ο φύλακας του σχολείου μ' ανοιχτό το στόμα και την πεταλούδα του Κώστα καρφωμένη λίγο πιο πάνω απ' το δεξί του μάτι.. Το κρανίο του είχε ανοίξει σ' εκείνο το σημείο και σχεδόν μπορούσες να δεις μέσα.. Μάλλον δεν ήταν απλά καρφωμένη... Μου κόπηκε η ανάσα και άθελά μου έπνιξα ένα ουρλιαχτό που προσπάθησε να βγει προς τα έξω.. Ακόμη αναρωτιέμαι πως δεν λιποθύμησα τότε.. Εντάξει, κάτι πήγε στραβά, αλλά έπρεπε να το τελειώσουμε αφού φτάσαμε ως εδώ, σκέφτηκα.. Μα ακόμη δεν ήξερα που είναι οι άλλοι... Και τότε αμέσως γύρισα και κοίταξα τα σκαλιά του δευτέρου ορόφου, κλείνοντας με μανία την πόρτα πίσω μου από άγχος, φόβο και θυμό ταυτόχρονα...

Ανέβηκα και στον τελευταίο όροφο λοιπόν και άρχισα να ψάχνω τις αίθουσες μία μία όσο πιο γρήγορα μπορούσα.. Και λίγο πριν ανοίξω την πόρτα της τρίτης τάξης άκουσα τη φωνή της Κλεοπάτρας στο τελείωμα μιας φράσης να λέει: "..και αν μας δει?" Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει με διπλάσια ταχύτητα σε σημείο που νόμιζα πως θα εκραγεί.. Δεν είχα καθόλου υπομονή για ν' ακούσω τη συνέχεια και έτσι άνοιξα με δύναμη την πόρτα χτυπώντας την για να κάνω και εντύπωση.. Ήμουν σίγουρος... Αυτός ήταν όρθιος στην ευθεία μου με την πλάτη γυρισμένη και αυτή στην αγκαλιά του καθισμένη πάνω στην έδρα.. Και μάλλον τους είχα κόψει πάνω στο καλύτερο.. Αμέσως τα μάτια μου γούρλωσαν και κοκκίνισα ολόκληρος. Το κεφάλι μου έτρεμε απ' την ένταση και τα χέρια μου κόλλησαν αυτόματα στα μαλλιά μου σε μια κίνηση απόγνωσης.. Δάγκωσα τα χείλη μου τόσο δυνατά που μάτωσαν γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω, ή να κλάψω.. Και πίστεψέ με ειλικρινά δε μπορώ να σου περιγράψω πως ακριβώς ένιωσα... Ακόμη θυμάμαι εκείνα τα βλέμματα στα πρόσωπά τους όταν γύρισαν και με κοίταξαν σαστισμένοι.. "Εγώ δεν... Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά και τυχαία.. Δε θα το έκανα, δε θα το επιδίωκα και το ξέρεις..", μου είπε κάνοντας δυο φοβισμένα βήματα προς το μέρος μου.. Εγώ φυσικά δεν ήθελα ν' ακούσω τίποτα και κατευθείαν όρμισα πάνω του πιάνοντάς τον απ' το γιακά και ρίχνοντάς τον κάτω. Μετά του έριξα και μια μπουνιά στη μύτη με όλο το μίσος που με είχε κυριεύσει εκείνη τη στιγμή και μαζί με το αίμα που κύλησε στο μάγουλό του ακούστηκε μια κραυγή  που μου διαπέρασε τ' αυτιά.. Ήταν η Κλεοπάτρα που είχε παγώσει στη θέση της μη ξέροντας ποιανού το μέρος να πάρει.. Γύρισα και την κοίταξα, αλλά δεν είπε κουβέντα.. Έμεινε εκεί να μας κοιτάζει για αρκετή ώρα... Ο Κώστας βέβαια, δεν αντέδρασε καθόλου λες και αποδεχόταν το όλο γεγονός πολύ φυσιολογικά.. Μου είχε φανεί τόσο περίεργο, αλλά δε με ένοιαζε και πολύ έτσι που είχαν γίνει τα πράγματα.. Αμέσως τον σήκωσα και τον έδεσα σε μια καρέκλα με το σχοινί που κουβαλούσε πάνω του.. (Και το αστείο είναι πως τον είχα κοροϊδέψει τότε στην αρχή γιατί του είχα πει πως ουσιαστικά δεν υπήρχε λόγος να πάρει το σχοινί μαζί του.. Που να 'ξερα!..) Μετά πήγα τρέχοντας στη βιβλιοθήκη που ήταν ακριβώς έξω απ' την αίθουσα και πήρα από μέσα ένα ξεχασμένο μπαλάκι του τένις που είχα δει με την άκρη του ματιού μου μπαίνοντας... Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το είχα βάλει κιόλας στο στόμα του Κώστα και του το είχα κλείσει με χαρτοταινία για να μη μπορεί να το φτύσει.. Μετά έκανα ένα βήμα πίσω σε απόσταση ενός μέτρου περίπου, σήκωσα το ρόπαλο και πήρα θέση... Κάτι πήγε να μουγκρίσει καθώς κουνιόταν πέρα δώθε μαζί με την καρέκλα (όσο μπορούσε) και εγώ του το ανταπέδωσα με το πιο άρρωστο χαμόγελο που είχα λέγοντάς του: "Ελπίζω τουλάχιστον να μη με ξεχάσεις μετά απ' αυτό..". Και πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση έσφιξα τα χέρια μου και...
Σάββατο, Αυγούστου 07, 2010

Και οι τρεις ήμασταν ντυμένοι στα μαύρα από πάνω μέχρι κάτω, φορούσαμε γάντια και σκουφάκια και ήμασταν πλήρως εξοπλισμένοι για παν ενδεχόμενο.. Η Κλεοπάτρα είχε ένα σπρέι και ένα μικρό σουγιά, ο Κώστας μια πεταλούδα και ένα σχοινί και εγώ είχα δεμένο στη μέση μου ένα παλιό ρόπαλο του μπέιζμπολ.. Φυσικά, είχαμε και από τέσσερα μπουκάλια βενζίνη ο καθένας για να μπορέσουμε να βάλουμε τη φωτιά... Μόλις τελειώναμε θα φεύγαμε με το αμάξι του πατέρα του Κώστα που ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω. Όλα ήταν έτοιμα.. Μέχρι και ψευδώνυμα είχαμε βγάλει, αλλά δεν τα θυμάμαι πλέον.. "Πήγαινε εσύ απ' την πίσω πόρτα και εμείς θα πάμε από μπροστά", μου είπε και έφυγαν τρέχοντας για την κεντρική είσοδο του σχολείου.. "Θα βρεθούμε στην τρίτη αίθουσα του πρώτου ορόφου σε μία ώρα", φώναξε από μακριά... Εγώ εκείνη τη στιγμή είχα πολλά νεύρα, χωρίς λόγο ίσως θα 'λεγε κάποιος τρίτος, αλλά έπρεπε να συγκρατηθώ γιατί αν κάτι στράβωνε ήμασταν όλοι νεκροί.. Πήγα λοιπόν κατευθείαν προς το κτίριο χωρίς δεύτερη σκέψη. Για την ώρα...

Πρέπει να ήταν δύο και κάτι τα ξημερώματα, αν θυμάμαι καλά.. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω.. Μπήκα μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο μιας αίθουσας στο πίσω μέρος του σχολείου και άρχισα ν' αδειάζω το πρώτο μπουκάλι όπου έβρισκα. Είχα ιδρώσει απ' το άγχος, αλλά δεν ήταν και καμιά δύσκολη δουλειά για να μη μπορώ να τα βγάλω πέρα. Μόλις τελείωσα από 'κει πέταξα το μπουκάλι απ' τα τρεμάμενα χέρια μου και βγήκα έξω στο διάδρομο. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε, λες και ήμουν μόνος στο κτίριο. Κοίταξα για λίγο γύρω μου. Πρώτη φορά έβλεπα το σχολείο μέσα σε τόσο σκοτάδι, χωρίς φωνές και κουδούνια, χωρίς παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω, χωρίς κανέναν να μου λέει τι θα κάνω.. Σκέφτηκα την επόμενη μέρα και το πως θα αντιδρούσαν όλοι. Θα ήταν το γεγονός της ημέρας και για αρκετές μέρες.. Και εμείς θα ήμασταν οι κρυφοί ήρωες του... Για μερικά δευτερόλεπτα ένιωσα ελεύθερος και χαμογέλασα ειρωνικά.. Δεν είναι ώρα όμως τώρα για τέτοια, σκέφτηκα και αμέσως γύρισα στο σκοπό μου γιατί είχα ήδη χάσει αρκετό χρόνο. Μπήκα στη δεύτερη αίθουσα και έκανα το ίδιο με το δεύτερο μπουκάλι. Αυτό έγινε και στις επόμενες δύο τάξεις του ισογείου και μόλις τελείωσα πήγα πάνω να βρω τους άλλους. Τελικά όλα έγιναν πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι φανταζόμουν.. Δεν είχε περάσει μία ώρα, αλλά όπως και να 'χει δε μπορούσα να περιμένω... Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά και έψαξα για τον Κώστα, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να είναι σε κάποια από εκείνες τις αίθουσες, γιατί είχαμε κανονίσει πως αυτός θα έπαιρνε τον πρώτο όροφο. Άνοιξα την πόρτα της πρώτης τάξης, αλλά δεν ήταν εκεί. Το ίδιο και στη δεύτερη και στην τρίτη.. Παντού ήταν γεμάτο βενζίνη, αλλά αυτός δεν ήταν πουθενά.. Και είχα αρχίσει να παραξενεύομαι όταν ξαφνικά πάγωσα απ' αυτό που είδα μόλις μπήκα στην τελευταία αίθουσα...
Δευτέρα, Ιουλίου 26, 2010


...Πασχάλης, χάρηκα. Κάθησε. Λοιπόν, δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας οπότε άκου προσεκτικά.. Θα σου πω τι έγινε, αυτά που ξέρω βασικά, αλλά σε παρακαλώ μη με διακόψεις μέχρι να τελειώσω..
Πάνε τρία χρόνια τώρα. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, δεν αντέχαμε άλλο εκεί μέσα.. Θυμάμαι που μου 'λεγε τότε συνεχώς: "Μη ξεχνάς πως το υποσχεθήκαμε στη φιλία μας.." και τα λόγια του φώλιαζαν μέσα μου όλο και πιο βαθιά κάθε φορά που επαναλάμβανε αυτή τη φράση.. Το είχαμε κανονίσει πολύ καιρό πριν και ήταν όλα τέλεια στημένα εκτός από μια λεπτομέρεια.. Βέβαια όταν μας είχε πρωτοβάλει την ιδέα στο μυαλό ο Κώστας ήμασταν τέσσερις στην παρέα.. Εγώ, αυτός, ο Άλεξ και η Κλεοπάτρα...

Τον Άλεξ τον ήξερα απ' το δημοτικό και ήμασταν αχώριστοι από τότε. Στο σχολείο, στις βόλτες, στα ταξίδια, στις αλητείες, στα δύσκολα και στα εύκολα.. Παντού μαζί.. Είχε πάθει και ένα ατύχημα στο πόδι θυμάμαι κάποτε και από εκείνη τη μέρα δεθήκαμε περισσότερο.. Τον Κώστα το γνώρισα μερικά χρόνια μετά τυχαία στο σχολείο σε ένα σκηνικό που είχε γίνει.. Μπήκε πολύ ξαφνικά στην παρέα, πριν καλά καλά το καταλάβουμε.. Φαινόταν καλό παιδί και ήταν ήπιων τόνων άνθρωπος γενικότερα. Απ' την άλλη ήταν και πάρα πολύ εσωστρεφής και μας πήρε καιρό μέχρι να τον εμπιστευτούμε και να δέσουμε όλοι μαζί.. Ήμασταν όμως ό,τι πρέπει για τη δουλειά... Η Κλεοπάτρα φυσικά ήταν απ' έξω εξ αρχής, αλλά μιας και ήταν η κοπέλα μου δε μπορούσε να μας προδώσει και να κάνει πίσω.. Ήταν συμμαθήτριά μου και του Άλεξ απ' το γυμνάσιο και τελικά μόλις μπήκαμε στο λύκειο τα βρήκαμε. Από τότε μέχρι εκείνο το καταραμένο γεγονός ήμασταν μαζί. Κρίμα πάντως.. Ήταν πολύ καλή κοπέλα και πολύ όμορφη.. Η πιο όμορφη που έχω δει μέχρι και σήμερα.. Αν ήξερα ότι θα καταλήγαμε όμως έτσι δε θα ήθελα να την ξέρω καν...

Δύο βδομάδες πριν τη μέρα της "μεγάλης φωτιάς" ο Άλεξ έκανε πίσω.. Φοβήθηκε, πρώτη φορά τον έβλεπα να φοβάται και δε μπορούσαμε να του αλλάξουμε γνώμη με κανένα τρόπο.. Θυμάμαι εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα όπου είχαμε καθίσει στο παγκάκι κάτω απ' το τεράστιο δέντρο της γειτονιάς για να συζητήσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες και εκεί μας το είπε.. Υποσχέθηκε βέβαια να μείνει τάφος ό,τι κι αν συνέβαινε γιατί έτσι κι αλλιώς δεν ήθελε καμία ανάμιξη μ' όλο το θέμα πλέον.. Και κάτι ήξερε μάλλον απ' ό,τι φάνηκε... Οπότε μετά μείναμε οι τρεις μας.. Το τρίγωνο του διαβόλου όπως μας έλεγαν οι άλλοι στο σχολείο...
Την επόμενη μέρα ήταν η πρώτη φορά που υποσχεθήκαμε στους εαυτούς μας να μην κάνουμε πίσω ό,τι κι αν γίνει.. Και έτσι και έγινε. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά με την Κλεοπάτρα και τον Κώστα, το ένιωθα, το έβλεπα αρκετό καιρό, αλλά δεν είχαμε χρόνο για τέτοια τότε.. Το μυαλό μου, όπως και των άλλων ήθελα να πιστεύω, ήταν στο πως θα πραγματοποιήσουμε το σχέδιό μας χωρίς κανείς να μας καταλάβει.. Και επιτέλους η μέρα της "μεγάλης φωτιάς" έφτασε...
Παρασκευή, Ιουλίου 09, 2010


"Πρόσεχε μην παραπατήσεις και πέσεις", ήταν οι πρώτες λέξεις που θυμάμαι να άκουσα... Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω μου.. Κανείς... Και εγώ περπατούσα, έτσι έμοιαζε... Σταθερά βήματα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν εγώ, δεν ήταν το σώμα μου αυτό.. Κι όμως ήμουν μέσα. Δε ξέρω πόση ώρα, ίσως ώρες, ίσως μέρες, μήνες... Και πήγαινε ίσια σ' ένα αόρατο μάλλον μονοπάτι που δε φαινόταν το τέλος του, αν υπήρχε.. Δεν έβλεπα καλά, τα πάντα ήταν μαύρα ή κάτασπρα από υπερβολικό φως, εναλλάξ σε κάποια σημεία στους απέναντι τοίχους.. Λευκό. Αλλά δε μπορούσα να πλησιάσω τις πηγές, δε μπορούσα ν' αλλάξω την πορεία του.. Αριστερά και δεξιά κενό, το τίποτα από κάτω μας.. Και από παντού μια εκκωφαντική, σιχαμένη, παράφωνη νεκρική μελωδία να έρχεται και να σβήνει ξανά και ξανά.. Στον αέρα γκρι κοράκια πετούσαν ανάποδα πηγαίνοντας πίσω, κοιτώντας μπροστά.. Μα πίσω δε μπορούσα να κοιτάξω.. Δε γύριζε τόσο το κεφάλι, δε σταματούσαν εκείνα τ' αναθεματισμένα πόδια.. Έπρεπε να συνεχίσω μπροστά, το ένιωθα κι ας μην ήξερα το λόγο.. Δεν έβγαινε η φωνή μου, ήμουν ξένος εδώ.. Μα που πήγε η φωνή μου?...

Είχε πλέον κοντέψει πάρα πολύ.. Όταν έφτασα στην ίδια ευθεία σταμάτησε για λίγο.. Κοίταξα δεξιά.. Το φως λιγόστεψε και εμφανίστηκε από πίσω ένα παράθυρο.. Μια γιαγιά κλωστή κλωστή κατέστρεφε ένα πολύχρωμο ατελείωτο μακρύ κέντημα που έμοιαζε με φιλμ φωτογραφικής μηχανής.. Δάκρυσε... Και ένα μικρό παιδάκι παρακολουθούσε αμίλητο, καθισμένο στο πάτωμα στα τρία μέτρα...
Τα βήματα ξανάρχισαν, η εικόνα χάθηκε στο φως... Σε λίγο ένα γέλιο ειρωνείας διέκοψε τη σπαστική μελωδία και αμέσως μετά επικράτησε η απόλυτη ησυχία.. Βγήκε απ' το στόμα μου, αλλά δεν το 'κανα εγώ σίγουρα.. Τι περίεργο, ένιωθα σαν φυλακισμένος.. Σταμάτησε πάλι. Αυτή τη φορά το παράθυρο ήταν αριστερά και μέσα μια παρέα σ' ένα μάλλον κήπο, όρθιοι και αγκαλιασμένοι.. Όλοι χαμογελαστοί, όχι απαραίτητα χαρούμενοι, με φωτοστέφανα πάνω απ' τα κεφάλια τους, ακίνητοι σαν αγάλματα λες και περίμεναν το κάτι να τους πάρει από 'κει... Λίγο πριν φύγω πρόλαβα να διαβάσω μια ξεθωριασμένη επιγραφή χαραγμένη στο τζάμι: "Χαμένα Χρόνια"...
Όλα επέστρεψαν, μαζί και η μελωδία.. Τα κοράκια τώρα ψιθύριζαν λέξεις μ' ανθρώπινες φωνές στο πέρασμά τους.. Τόσα γρήγορα που δεν καταλάβαινες τίποτα απ' όσα έλεγαν.. Η επόμενη πηγή φωτός σχεδόν με τύφλωσε.. Ήταν ένα ζευγάρι, υποθέτω.. Αυτή κρατούσε μια μαδημένη μαργαρίτα και είχε ένα λυπημένο βλέμμα.. Ίσως και κουρασμένο.. Αυτός την ακούμπησε προσεκτικά και είπε: "Εγώ φταίω που σε πίεσα.. Αν ήταν στο χέρι σου και μόνο θα το είχες σταματήσει καιρό τώρα.. Συγγνώμη, αντίο...", έπειτα έμεινε πλάι της μέχρι που ύστερα από αρκετή ώρα έφυγα, έφυγε...
Και το ανούσιο ταξίδι συνεχίστηκε.. Πλέον δεν ένιωθα τίποτα και ακόμη δεν καταλάβαινα.. Αλλά το ενδιαφέρον χάθηκε.. Δεν ήθελα να ξέρω πια.. Έκλεισα τ' ασήκωτα εκείνα βλέφαρα. Τα βήματα τώρα μου τρυπούσαν τ' αυτιά σε κάθε τους πάτημα και ο πόνος ήταν τόσο δυνατός λες και μου φύτευαν καρφιά στο στέρνο.. Δεν ήξερα πόση ώρα θ' άντεχα, αλλά δε μ' ένοιαζε.. Τα ξανάνοιξα. Τα πουλιά ξαφνικά πάγωσαν και έπεσαν όλα στο κενό.. Σε δευτερόλεπτα έσβησαν στο μαύρο. Μια κραυγή απόγνωσης σταμάτησε ακαριαία τη στενή φυλακή μου, μαζί και τον πόνο.. Ο λυτρωτικός ήχος ήρθε απ' το πουθενά. Δεν είδα κανέναν. Μόνο εκείνο το φως πάλι και ένα θολό παράθυρο.. Μέσα ένα ξύλινο τραπέζι και στο πάτωμα ένα μπουκαλάκι μ' ένα κόκκινο υγρό και δίπλα μια μικρή ζυγαριά... Αυτό.
Πάλι βήματα, τώρα πολύ πιο ελαφρά. Σχεδόν νεκρά.. Κάπου στο βάθος φάνηκε μια πόρτα και από πάνω ένα ρολόι.. Χωρίς αριθμούς. Το τέλος?... Κόντεψε και την τελευταία πηγή.. Ήταν μόνος του εκεί. Γνωστό πρόσωπο, αλλά δε θυμόμουν τόπο και χρόνο.. Και τότε... Μόλις τον κοίταξα κατάματα είχε ήδη συμβεί.. Τον έβλεπα πίσω απ' το τζάμι, εγώ στο σώμα μου και αυτός μάλλον στο δικό του.. Τώρα κατάλαβα. Και οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους μέσα απ' το στόμα μου: "
Ποτέ δε θα ευχόμουν ή θα επιδίωκα το κακό σου, αλλά αν ποτέ σου συμβεί κάτι πραγματικά κακό να με θυμηθείς"... Σιωπή ξανά. Χωρίς φωνές, χωρίς μελωδίες, χωρίς... Μόνο το τρίξιμο της πόρτας καθώς άνοιγε.. Όλα τα φώτα χάθηκαν. Ο λεπτοδείκτης σταμάτησε.. Τον έχασα απ' τα μάτια μου.. Βασίλεψε το μαύρο. Δεν έβλεπα πλέον τίποτα, δε μπορούσα να κουνηθώ.. Δεν ήμουν. Και αυτή η απόλυτη ησυχία με τρέλαινε.. Δεν υπήρχε πια λόγος να έχω ανοιχτά τα μάτια μου.. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα, γιατί να έκλαιγε η γιαγιά?... Έσβησα.. Αυτό ήταν.





"Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ο εγκέφαλος νεκρώθηκε τελείως", είπαν...
Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2010

Δεκάδες μικρά τερατίνια, με γλοιώδη σώματα γεμάτα στο αίμα να παλεύουν το ένα με το άλλο για κομμάτι ανθρωπίνων σωμάτων. Τα περισσότερα είχαν ήδη γυρίσει προς την μεριά των ηρώων μας και καρφωμένα όλα τους κοιτούσαν. Η ένταση είχε φτάσει σε απίστευτα επίπεδα, οι μυς του Vio είχαν κοκαλώσει, προσπαθούσε να μιλήσει αλλά το στόμα του αρνιόταν με πεισματικά να ανοίξει. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί πάνω στην τεράστια μάζα που αποτελούσε τη Μητέρα που το μεγαλύτερο μέρος του σώματος της έμοιαζε με ένα παραγεμισμένο στομάχι που ήταν έτοιμο να εκραγεί. Κοίταξε και τα μικρά της που αν και ήταν μικρότερα στο μέγεθος ο τρόμος που σου προκαλούσαν δεν ήταν λιγότερος από εκείνα που είχαν συναντήσει μέχρι τώρα. Ένιωθε την καρδιά του να σταματά για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα να ξαναχτυπά, σαν να αρνιέται να παραδώσει τα όπλα. Ο πρώτος που έκανε την αποφασιστική κίνηση ήταν ο Κάλβιν. Γύρισε προς την πόρτα και άρχισε να την ανοίγει. Κανείς από τους τρεις μας δεν περίμενε να μιλήσει ο Κάλβιν, όλοι πέσαμε πάνω στην πόρτα και την ανοίξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Με την περιφερειακή μου όραση είδα τις μινιατούρες τέρατα να αρχίζουν να τρέχουν προς το μέρος μας σαν να 'ταν αγώνας ταχύτητας μετ εμποδίων, σωροί από ανθρώπινα υπολείμματα, κεφάλια, πατούσες και δάχτυλα δεν ήταν τίποτα παρά ένα μικρο πηδηματάκι για αυτά τα κακάσχημα πλάσματα. Μέσα στην βιασύνη μας κάνεις δεν σταμάτησε να ρωτήσει τον Κάλβιν το γιατί ανοίγουμε την πόρτα από την οποία πριν μπήκαμε, αλλά υποθέτω πως όλοι μας ξέραμε ότι ή θα αποδεχτούμε την μοίρα μας και θα κάτσουμε να γίνουμε μεζές, ή θα παλέψουμε για να επιβιώσουμε από αυτόν τον εφιάλτη. Μπορεί οι πιθανότητες μας να ήταν ίδιες, είτε θα καθίσουμε στο μέρος "Σωτηρία", είτε θα γυρίσουμε στο μέρος από εκεί που ήρθαμε, αλλά προτιμούσαμε να προσπαθήσουμε. Είχαμε περάσει σχεδόν όλοι όταν τα μικρά μπάσταρδα μας πρόλαβαν και άρχισαν να ουρλιάζουν απ' την έκσταση και την αδρεναλίνη. Τελευταίος χώθηκε μέσα απ' την πόρτα ο Κερκ, όλοι μας βάλαμε όση δύναμη είχαμε στο να κλείσουμε την ατσαλένια πόρτα, πέσαμε με όλο το βάρος των σωμάτων μας. Λίγο πριν κλείσει η πόρτα ένα τερατινι έχωσε το κεφάλι του μέσα απ' την εναπομείναν χαραμάδα της πόρτας και έμπηξε τα δόντια του στο καλάμι του Κερκ. Απ την δύναμη που είχαν ασκήσει πάνω στην πόρτα κόψαμε το κεφάλι του τέρατος στην περιοχή του λαιμού. Ένα ουρλιαχτο διαδωθηκε στον διαδρομο και ο Κερκ επεσε κατω με ένα γδουρπο σφαρδαζοντας απ τον πονο. Αν και οι στολες ηταν παχιες και ειδικα κατασκευασμενες για στρατιωτες δεν σταματισε το οξυ. Το υφασμα ελιωσε σε κλασματα δευτερολεπτου, και αρχισε να καιει το δερμα. Καποιες σταγονες ειχαν φτασει μεχρι και το κοκκαλο, η μυρωδια του καμενου υφασματος καλυψε για μερικα δευτερολεπτα την δυσωδια της καμενης σαρκας. Μολις σφραγισαμε την πορτα, δηλαδη καπου στα πεντε δευτερολεπτα αφοτου ο Κερκ δεχτηκε το δαγκωμα, ορμηξα στο κεφαλι που κρεμοταν απ το ποδι του Κερκ, το επιασα με τα χερια και αρχισα να το τραβαω, αυτο μονο χειροτερεψε την κατασταση του Κερκ που λιποθημισε απο τον πονο. Εγω αρχισα να νιωθω ενα καψιμο στο αριστερο μου χερι, γυρισα την παλαμη για να τις δω και ειδα πως ενα μικρο μερος οξεως ηταν αναμεσα στον δεικτη και τον αντιχειρα. Μπροστα στα ματια μου παρακολουθησα να δημιουργείτε ενα κενο, δεν προλαβα να αισθανθω πονο, και το οξυ ειχε ηδη καψει ό,τι βρηκε στο διαβα του και εσταξε κατω στο πατωμα συνεχιζοντας την καθοδικη του πορεια. Ειχα μεινει να κοιταω το αριστερο μου χερι χωρις να μπορω να το πιστεψω. Ολα αυτα μεσα σε δεκατα του δευτερολεπτου. Οταν κοιταξα τον Κερκ ανατριχιαζοντας τρομαξα και μονο στην ιδεα το τι πονο εζησε εκεινος. Τωρα πια μπορουσες να δεις με γυμνο ματι το κοκκαλο απ το ποδι του Κερκ που ειχε γινει αρκετα πιο λεπτο. Ο Κρις ανοιγοκλεινε τα ματια του στεκομενος στην πόρτα. Ο μοναδικος που εκανε την σωστη κινηση ηταν ο Καλβιν. Κλωτσησε το κεφαλι του τερατος, κατι που εγω μες στην βιασυνη μου δεν το σκεφτηκα καν. Τουλαχιστον ετσι θα απομακρυνοταν απ το ποδι του Κερκ και δεν θα ειχα τωραενα αριστερο χερι τρυπιτιρι. Οταν η μποτα του Καλβιν εκανε επαφη με το εναπομειναν μερος του τερατος ακουστηκε ενας ηχος, οπως οταν κοβεις μια μπανανα απ τις υπόλοιπες. Προς ανακουφιση μας το κεφαλι πεταξε προς τον κοντινοτερο τοιχο. Ομως δεν αποχωριστηκε το ποδι του Κερκ. Τωρα κοιτουσαμε σαν ηλιθιοι το πρωην ποδι να κανει σβουρες, να σκαει κατω στο πατωμα και να θρυματιζεται το κοκκαλο. Ο πιο ψυχραιμος ο Κάλβιν επιασε τον Κερκ απ' το ένα χερι και το σηκωσε μεχρι την μεση.

"ΤΙ ΣΤΕΚΕΣΤΕ? ΑΡΠΑΞΤΕ ΤΟΝ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ" ουλιαξε με μια εκφραση απογνωσης ζωγραφισμενη στο προσωπο του.
Αρπαξα τον Κερκ απ την αλλη μερια και αρχισαμε να τρεχουμε οσο πιο γρηγορα μας επετρεπαν τα ποδια μας, αν και δεν ήταν τοσο ευκολο με τον Κερκ που ηταν ακομη λιποθημος. ο Κρις ετρεχε μπροστα μας μισογυμνος με τα γυαλια νυχτερινης ορασεως και να σκαναρει τον δρομο μπροστα. Απ το μυαλο μου περασε μια τελειως ακυρη σκεψη, ότι ακομη και μετα απο ολες αυτες τις στιγμες που εγιναν η συνηθεια που είχαν σαν ομαδα τους εβγαινε υποσυνείδητα. Δεν χρειαστηκε ο Καλβιν να πει τίποτα ο Κρις ηξερε πολυ καλα τι να κανει. Δεκαδες σκεψεις περασαν απ το μυαλο μου ομως ρωτησα την πιο σημαντική. Γιατι μου φανηκε τοσο περιεργο που τρομαξα στην αρχη όταν την σκεφτηκα.

"Κάλβιν πως ηξερες ότι δεν θα υπηρχαν τερατα απ την πλευρα που ηρθαμε?"

"Δεν ηξερα, εκεινη την στιγμη που ηλπιζα ηταν οτι δεν θα ειναι. Και εξαλλου οι χτυποι σταματησαν μετα. Δεν ξερω γιατί και πως, απλως ήταν καθαρα αντιδραση ενστινκτου"

Κοιταξα το Καλβιν και προσπαθουσα να καταλαβω το τι ελεγε, ομως ηταν τοσο απιστευτο που τον κοιταξα τρομαγμενος. Δεν μπορουσε να το χωρεσει το μυαλο μου το τι εγινε. Οπως το σκεφτομουν κοιταζοντας το προσωπο του Καλβιν δεν προσεξα και πατησα κατι που εμοιαζε με μηχανικο λαδι. Μεσα σε ενα βλεφαρισμα βρισκόμουν μπρούμυτα κατω στο πατωμα, διπλα μου ο Κερκ και παραδιπλα μου ο Καλβιν που ειχε καταφερει να σταθει ορθιος. Ζαλιζόμουν και το δεξι αυτί μου βούιζε. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά ξαναγλιστρισα και τώρα και το προσωπο μου ήταν μες στο λαδι. Άρχισα να σκουπίζω τα ματια μου απ' το λαδι. Οταν σκούπισα το ένα ματι ειδα τον Κρις να τρεχει προς την μερια μας. Το αριστερο μου αυτί που δεν ειχε πρόβλημα άκουγε τον Κρις να ουρλιάζει.

"ΕΡΧΟΝΤΑΙΙΙ!!!"

ξαναπροσπαθησα να σηκωθώ αλλά απέτυχα και πάλι, αυτήν τη φορά ένιωσα τον αυχένα μου να χτυπάει σε γωνία του τοίχου, το ίδιο και οι μηροί. Ο Κάλβιν παράτησε τον Κερκ και αρχισε να τρέχει προς την κοντινότερη πόρτα που μπορουσε να βρει. Ξαναπροσπαθησα να σηκωθώ ομως το μονο που κατάφερα ήταν να καταλήξω πάλι στο πατωμα με την απόγνωση να με γεμίζει. Τότε ειδα την σωτηρία μου. Μια τρύπα στον τοιχο που απ' ό,τι φαινόταν συνέχιζε μερικα μέτρα σε βάθος. Ήταν αρκετα μεγάλο για να με χωρεσει, αρχισα να χώνομαι μεσα με το κεφάλι, το λαδι εκανε την προσπαθεια ακομη πιο δύσκολη. Προχώρησα δυο τρία μέτρα όταν άκουσα τον Κρις από πίσω μου να ουρλιάζει

"ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ"

Γύρισα να δω και εκεινη την στιγμη αποθανάτισα την εικόνα του Κρις να παλεύει να κρατηθεί από οπουδήποτε, ήταν ηδη ο μισός μέσα όταν τον πρόλαβαν. Είδα αίμα να πετάγεται από το στόμα του και τα ποδια του να πετιούνται στον απέναντι τοιχο. Στόματα να τον δαγκώνουν, ποδια από τερατα να τον περιτριγυρίζουν, και με μια πνιγμένη στο αίμα κραυγή ο Κρις να πεθαίνει με τα ματια ανοιχτά και το στόμα του ακομη ανοιχτό απ' την προσπάθεια. Αποτομα ο αψυχος πια κορμος του Κρις να τραβιεται έξω και να κατασπαράζεται. Δυο λεπτά αργότερα η σιωπή επέστρεψε στους διαδρόμους και το μονο που έμεινε να θυμίζει από τον Κρις και το Κερκ ήταν η λιμνούλα του μηχανικού λαδιού που τώρα πια ειχε αναμιχθεί με ανθρώπινο αίμα. Δεν άκουσα ποτέ την κραυγή του Κάλβιν. Αλλά ηξερα πια ότι ήταν νεκρός. Έμεινα ξαπλωμένος ακίνητος να κλαίω, από χαρα ήταν? από λυπη? από απόγνωση? Δε ξερω αλλά ξερω ότι ημουν χαρουμενος που εζησα. Λυπημενος που εχασα τρεις ανθρωπους οι οποιοι ήταν οι προστατες μου. Απογνωση γιατί ακομη και αν επεζησα αυτήν την κατασταση δεν ηξερα το πως θα επιζησω στο μελλον. Ολα μαζι αναμηγμενα με αναμνησεις από την Γη, τους συγγενεις μου, ολους οσους ηξερα, ολους οσους μισουσα, ολους οσους δεν ηξερα. Το κλαμα μου διεκοπη όταν άκουσα εναν ηχο πίσω μου. Γύρισα για να δω και ήσαν ένα τερας που ειχε ξαπλωσει και προσπαθουσε να χωθει στον αεραγωγο. Τρανταχτηκα απ τον τρομο μου και αρχισα να μετακινουμε πιο βαθια. Ευτηχως δεν χωρουσε, ημουν ασφαλης για όση ωρα ημουν εδω μέσα. Προχώρησα δυο τρία μέτρα ακομη και κοιταξα πίσω μου. Το τερας δεν ηταν εκει. Ανακουφισμενος αφησα το κεφαλι μου να πεσει και οι μυς μου χαλαρωσαν. Οι ανασες μου ηταν στον ρυθμο της καρδιας μου. Σιγα σιγα αρχισαν να πεφτουν οι χτυποι της καρδιας μου και οι ανασες. Τωρα που ημουν ηρεμος αρχισα να σκεφτομαι το πως θα βγω από εδω μέσα χωρις να πεθανω. Το να παω πισω δεν ηταν επιλογη οποτε επρεπε να συνεχισω μπροστα. Άρχισα με αργες κινησεις να σπρώχνω το σωμα μου όταν ξανακουσα τον ηχο απο πριν, κοιταξα και ήταν και πάλι ένα τερας που προσπαθουσε να μπει στον αεραγωγο. Συνεχισα να σερνομαι μπροστα. Οταν γυρισα να ξανακοιταξω πίσω ειδα ότι το τερας ειχε σηκωθει, εβλεπα τα ποδια του. Παραξενευτικα, πρωτον το γιατί επιμενει τοσο πολυ με το να μπει αφου ειχε δοκιμασει να μπει και πριν, μπορει να ηταν αλλο τερας εκεινο απαντησα στον εαυτο μου. Μπορει. Το ειδα να κανει μερικα βηματα πισω απ' την εισοδο που ειχα μπει εγω. Σταματισα και παρακολουθουσα το τι κανει. Τοτε καταλαβα τι εκανε τοση ωρα οταν ειδα ενα γνωστο μικρο κεφαλι να ξεπροβαλει και να κοιταει μεσα στον αεραγωγο, ακριβως πανω μου. Παγωσα, το μυαλο μου εστελνε μηνυματα στους μυς, αλλά εκεινοι δεν ανταποκρινοντουσαν. Το μικρο κοιταξε ξανα προς την μερια του μεγαλου τερατος με απορια χωρις να μπορει να καταλαβει. Ομως εγω ειχα καταλαβει, τοση ωρα δεν προσπαθουσε να μπει στον αεραγωγο αλλα εδειχνε στο μικρο το που βρησκομουν. Τότε το μεγάλο εσπρωξε με το κεφάλι του το μικρο πιο μέσα στον αεραγωγο. 


Τότε ολα τα σηματα του μυαλου μου εφτασαν επιτελους και με σπασμωδικες κινησεις γεματες τρομο αρχισα να σερνομαι οσο πιο γρηγορα μπορουσα μπροστα. Ενιωσα εναν πονο στο ποδι μου σαν να με δαγκωσε σκυλι. Ομως μες τα επομενα δευτερα ενιωσα και εγω τον πονο που ειχε νιωσει ο Κερκ. Αρχισα να κουναω το ποδι μου περα-δωθε μπας και καταφερω να σκοτωσω το μικρο μπασταρδο. Ομως εκεινο δεν ενιωθε τίποτα. Μετα από 1 λεπτο παλης μαζι του άκουσα τον γνωριμο πια ηχο και το ποδι μου εγινε πολυ πιο ελαφρυ. Ουρλιαζοντας και βριζοντας κοιταξα πίσω μου και ειδα το μικρο να φευγει με το ποδι μου στο στομα του, συνεχισα να σερνομαι με όση δύναμη ειχα, ομως δεν ήταν αρκετο. Συντομα περισσοτερα μικρά ηρθαν και συνεχισαν την δουλεια του προηγουμενου. Δεν χωραγαν ολα μαζι οποτε ένα ένα επερναν κομματια μου μαζι τους.

Μεχρι που εκλεισαν τα ματια μου βλεποντας ένα μικρο κωλογαμημενο μπασταρδεμενο γαμιδι να φευγει με τα γεννητικα μου οργανα.

Η σωτιρια μου εγινε η καταδικη μου.

The End
Παρασκευή, Ιουνίου 11, 2010



"Μην κουνηθείς, είναι έξω απ την πόρτα"
Αφουγκράστηκε αλλά δεν άκουγε ούτε τον παραμικρό θόρυβο. "Δεν ακούω τίποτα"
"Το να μην τα ακούς είναι φυσικό, αλλά ευτυχώς για εμάς είναι θερμόαιμα ζώα, η ό,τι είναι, και φαίνονται με infravision"
"έφυγαν"

Μόλις το ακούσαμε σηκωθήκαμε, τότε είδα ότι εκείνος που καθόταν μπροστά στην πόρτα δεν ήταν ο Κρις, απ ότι φαίνεται άλλαζαν όσο κοιμόμουν. Και μπροστά του είχε 2 μικρές οθόνες που έδειχναν τον διάδρομο με σκούρα χρώματα και κάποια σημεία ήταν κόκκινα.

«Ώστε έτσι έχουν επιβιώσει μέχρι τώρα» σκέφτηκα.

"Και τώρα? Τι θα κάνουμε? Έχετε κάποιο σχέδιο η απλώς θα μετακινούμαστε?" ρώτησα

"Ο στόχος είναι να βρούμε ένα μέρος πιο ασφαλές, με πιο χοντρές πόρτες, τοίχους και προμήθειες" του απάντησε κάποιος.

"και ποσό μακριά είμαστε από αυτό το στόχο?" ρώτησα με ενθουσιασμό.

"δυο διαδρόμους των 100 μέτρων, σκάλες των τεσσάρων ορόφων και από εκεί και πέρα είναι 220 μέτρα ευθεία μέχρι την πόρτα της σωτηρίας μας" αυτός που μίλησε ήταν ο Κρις που είχε μόλις ξυπνήσει. Σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου "Εγώ είμαι ο Κρις, μέσα στην βιασύνη μας δεν συστηθήκαμε, είμαι ο ειδικός σε τεχνολογικά, χάρτες, άνοιγμα πορτών, ότι θες" είχε ένα ελαφρύ χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ήταν ο πιο μικροκαμωμένος απ όλους, λίγο πιο κοντός από εμένα και πιο λεπτός.

"Κάλβιν, είμαι ο αρχηγός της ομάδας." Αυτός ήταν που καθόταν μπροστά στην πόρτα.

"Και εγώ είμαι ο Κερκ"

"ο Κερκ ήταν απλός πολίτης όταν τον βρήκαμε αλλά τώρα με όσα περάσαμε μαζί έχει γίνει ένας πολύ καλός στρατιώτης" πρόσθεσε ο Κάλβιν.

"Χαίρομαι που σας γνωρίζω, Vio, όπως ήδη ξέρετε"

"Λοιπόν μαζευτείτε, είναι ώρα να φύγουμε, το πεδίο είναι ελεύθερο και πρέπει να το εκμεταλλευτούμε"

Ο Κάλβιν γύρισε προς την μεριά του Vio κρατώντας στο χέρι του ένα αυτόματο πολυβόλο.

"θα σου είναι χρήσιμο, αλλά πρόσεχε που ρίχνεις, το μόνο που μας λείπει είναι κάποιος να πυροβολάει εμάς"

Για τον όγκο του ήταν ελαφρύ και εύστροφο όπλο, αλλά ήταν το διπλάσιο πάχος απ το χέρι του και σχετικά μακρύ.

"Πάμε, και κάτι άλλο Vio, έξω ούτε κιχ πρέπει να προσέχουμε. Προσπάθησε να μας ακολουθείς και μη μένεις πίσω"

Η πόρτα άνοιξε και πάλι η μυρωδιά του σάπιου και της καμένης σάρκας γέμισε τα πνευμόνια του. Αυτή την φορά ήταν χειρότερα γιατί δυο ώρες να αναπνέεις σχετικά καθαρό αέρα και μετά πάλι να βγαίνεις έξω ήταν σαν βασανιστήριο, ήθελες να ξεράσεις. Ένας ένας βγήκαμε όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε ο Κρις μας έδειξε την κατεύθυνση που έπρεπε να πάμε, είχε τα σχέδια του κρουαζιερόπλοιου μέσα σε έναν υπολογιστή παλάμης. Φτάσαμε στην πόρτα που οδηγούσε στις σκάλες και βρήκαμε μια τρυπούλα που ίσα ίσα χώραγε το καλώδιο για την οπτική κάμερα. Την πέρασε ο Κρις από εκεί και κοίταξε παντού μέσα απ την οθόνη. Όσο κοιτούσε ο Κρις ο καθένας μας πρόσεχε τον διάδρομο. Η πόρτα άνοιξε μετά από μερικά λεπτά προσπάθειας του Κρις. Περάσαμε και την κλείσαμε πίσω μας. Ακολουθήσαμε τον Κρις που πήγαινε προς τα επάνω στις σκάλες. Ανεβήκαμε τέσσερις ορόφους και σταματήσαμε πάλι μπροστά σε μια πόρτα. Ο Κρις έκανε ότι έκανε και πριν, άνοιξε την πόρτα αφού πρώτα έλεγξε το χώρο, πέρασε πρώτος. Μετά ακολούθησε ο Κάλβιν, ο Vio και τέλος ο Κερκ.

"Να! Εκείνες οι δυο πόρτες είναι ο στόχος μας" ψιθύρισε ο Κρις δείχνοντας προς τα δεξιά του σκοτεινού διαδρόμου. Δεν φαίνονταν πολύ καθαρά όμως απ το αχνό φως μπορούσα να καταλάβω ότι ήταν δυο πόρτες και το ότι ήταν αρκετά μακριά. Άρχισαν να περπατάνε προς τα δεξιά, αθόρυβα και αργά. Μπορούσες να ακούσεις την καρδιά σου μέσα στην σιωπή που κυρίευε όλο το πλοίο. Είχαν μείνει δέκα με δεκαπέντε μέτρα μέχρι να φτάσουν όταν άκουσαν κάτι απ την μεριά που μόλις ήρθαν. Όλοι πάγωσαν, γύρισαν αργά προς το μέρος που ακούστηκε ο θόρυβος και περίμεναν. Ο Vio είχε πάρει το δάχτυλο απ την σκανδάλη για να μην κάνει κανένα λάθος, «καλύτερα να αρχίσω να πυροβολώ τελευταίος παρά να κάνω καμιά μαλακιά τώρα και να μας καρφώσω όλους» σκέφτηκε από μέσα του. Με τις καρδιές τους να χτυπάνε σε τρελούς ρυθμούς όλοι στεκόντουσαν ακίνητοι. Ο Κάλβιν έκανε μια χειρονομία που σήμαινε να αρχίσουν να μετακινούνται προς τις πόρτες. Βήμα-βήμα με την πλάτη προς τις πόρτες και κοιτώντας στην διασταύρωση που υπήρχε μπροστά τους έφτασαν στα 5 μέτρα απόστασης απ την σωτηρία τους. Για μια στιγμή ο Vio κοίταξε προς τις πόρτες και ξανάφερε το βλέμμα του πίσω στην διασταύρωση. Μακάρι να μην έκανε εκείνη την κίνηση. Πάτησε κάτι κυλινδρικό και προσγειώθηκε με την πλάτη στο πάτωμα, χτύπησε το κεφάλι του και άφησε να του διαφύγει ένα μακρόσυρτο φωνήεν. Τα τρία Κ γύρισαν για να δουν τι έγινε και μόλις κατάλαβαν άλλαξαν ταχύτητα. Ο Κρις έτρεξε προς την πόρτα και άρχισε την διαδικασία για να την ανοίξει. Ο Κερκ σήκωσε τον Vio και πήρε θέση στα αριστερά αντίστοιχα ο Κάλβιν στα δεξιά και ο Vio έμεινε στην μέση ακριβώς πίσω απ τον Κρις. Ξαφνικά άκουσαν την κραυγή ενός τέρατος. Ύστερα το είδαν να βγαίνει απ την κρυψώνα του και να τρέχει καταπάνω τους. Περίπου 2 λεπτά αργότερα έπεσε νεκρό 17 μέτρα πριν τους φτάσει. Τρία ακόμη ξεπρόβαλαν απ τις γωνίες της διασταύρωσης και ελίσσονταν απ τις σφαίρες τους, ωστόσο έπεσαν και εκείνα νεκρά.



"Κρις τελείωνε" ακούστηκε ο Κάλβιν.

Ο Κρις δεν απάντησε και συνέχισε να κάνει ότι έκανε.

Λίγη ώρα αργότερα είδαν ένα ‘τοίχος’ από τέρατα να κατευθύνεται καταπάνω τους. Όλοι άνοιξαν πυρ, τώρα πια δεν υπήρχε λόγος να στοχεύεις. Όπου και να πετύχεις κακό δεν έκανε, όσες χειροβομβίδες είχαν τις πέταξαν, άλλαζαν γεμιστήρες ανά μερικά λεπτά.

"ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΑ" φώναξε ο Κρις

Μισάνοιξε την πόρτα και άρχισε να πυροβολάει και εκείνος, όλοι μαζί άρχισαν να οπισθοχωρούν, πρώτος πέρασε την πόρτα ο Κερκ, μετά ο Vio και ύστερα ο Κάλβιν. Το όπλο του Κρις υπερθερμάνθηκε και σταμάτησε να λειτουργεί, τότε και τρέχοντας πέρασε απ την πόρτα και όλοι μαζί την έκλεισαν. Ο Κερκ και ο Κάλβιν κάθισαν κάτω με τα βλέμματα τους στην πόρτα η οποία τρανταζόταν απ τα χτυπήματα των τεράτων απ την άλλη πλευρά. Σιγά – Σιγά σταμάτησαν οι χτύποι και μες την σιωπή μίλησε πρώτος ο Κρις.

"Πολύ ζέστη έχει εδώ μέσα και υγρασία"

Ο Κρις άρχισε να βγάζει την στολή του και μετά το μπλουζάκι. Όλη αυτή την ώρα ο Vio ήταν όρθιος και κοιτούσε και εκείνος την πόρτα. Άνοιξε το στόμα του και άρχισε να μιλάει. Όση ώρα μιλούσε γυρνούσε για να δει των Κερκ και των Κάλβιν πίσω του.

"επιτέλους καταφ…"

Τελειώνοντας την στροφή το πρόσωπό του παραμορφώθηκε και με αργά βήματα ακούμπησε με την πλάτη στις ατσάλινες πόρτες, απ τις οποίες πριν από μερικά λεπτά μπήκαν. Με τον δείκτη έδειχνε προς την κατεύθυνση που οι άλλοι τρεις είχαν γυρισμένη την πλάτη τους. Γύρισαν και τα πρόσωπά τους παραμορφώθηκαν εξίσου. Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο, εκατοντάδες..|..λούτρινα κουκλάκια του Winnie The Pooh τους ορμούσαν για να τους πιουν το αίμα (οκ οκ δεν έγινε κάτι τέτοιο :P απλώς δεν άντεξα να μην κάνω και ένα αστείο σε όλη την ιστορία XD)..|..άνθρωποι ζωντανοί ή μη να καταβροχθίζονται από μικρά τέρατα υπό την επίβλεψη της Mother-Monster η οποία παρακολουθούσε με ικανοποίηση τους απογόνους της να τρέφουν την κολασμένη πείνα τους.

To Be Continued
Τετάρτη, Ιουνίου 02, 2010



Η τελευταία σκέψη του ήταν  "τέλος πάντων ελπίζω να είναι γρήγορο" πήγε να κάνει κίνηση προς το τέρας όταν ακούστηκε ο θόρυβος ενός μεταλλικού αντικειμένου να χτυπαει το επίσης μεταλλικό πάτωμα. Εκεί που στεκόταν έβλεπε και τα δυο τέρατα. Εκείνο που στεκόταν δίπλα του γύρισε το κεφάλι του προς την μεριά του ήχου και το δεύτερο που ήταν στον διάδρομο σταμάτησε να τρώει και άφησε το χέρι να πέσει απ το στόμα του. Ακούστηκε ένα σπλατς όταν το χέρι έπεσε σε μια λιμνούλα αίματος. Όλα εκτυλίχθηκαν μέσα σε δευτερόλεπτα, ένιωσε ένα κύμα αέρα να περνά από δίπλα του. Όπως κοιτούσε μπροστά είδε το τέρας από δίπλα του να τρέχει με απίστευτη ταχύτητα. Η σιωπή διακόπηκε βεβιασμένα από τις ριπές των όπλων και τις κραυγές. Τα μάτια του έβλεπαν το τέρας να κάνει ελιγμούς στους τοίχους και το ταβάνι με τρελή ευλυγισία. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και κρύφτηκε στην πρώτη κάσα πόρτας που βρήκε μπροστά του. Ο θόρυβος των όπλων ήταν εκκωφαντικός και μέσα στον διάδρομο που ήταν φτιαγμένος από μέταλλο γινόταν ακόμα πιο δυνατός λόγο της αντανάκλασης του ήχου. Οι λάμψεις απ τα όπλα έριχναν πολλές σκιές στους τοίχους. Σφαίρες περνούσαν ξυστά από δίπλα του, μια χτύπησε το φως που ήταν ακριβώς από πάνω του και γυαλιά σκορπιστήκαν παντού. Ο θόρυβος λιγόστεψε, τώρα ακούγονταν μόνο τρία όπλα, πήρε το μεγαλύτερο κομμάτι σπασμένου γυαλιού και το έβγαλε απ την γωνία για να δει το τι γινόταν. Απ την θολή αντανάκλαση έβλεπε δυο σιλουέτες όρθιες να πυροβολούν το τέρας το οποίο κείτονταν στο πάτωμα. Μόλις σταμάτησαν οι πυροβολισμοί τους φώναξε

"υπάρχει και ένα δεύτερο στον διάδρομο"
"στα αριστερά η στα δεξιά?"
"στα δεξιά για εσάς". 
Βγαίνοντας απ την κάσα ένιωσε έναν πόνο στο χέρι του, ήταν ένα κομμάτι γυαλί που τον έκοψε. Το έβγαλε και σηκώθηκε στα πόδια του. Σήκωσε το βλέμμα του, κοίταξε μπροστά του. Τώρα έβλεπε 3 ζευγάρια από εκείνα τα πράσινα φωτάκια να κινούνται. Περπάτησε μέχρι την γωνία της διασταύρωσης και κοίταξε προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτή την φορά κοίταξε και πίσω του, δεν θα έπεφτε δεύτερη φορά στην ίδια κατάσταση.
"βλέπεις τίποτα?" φώναξε κάποιος απ τους τρεις που επιβιωσαν.
"όχι, τίποτα" τους είπε, προσπαθώντας να μην φωνάξει, από μέσα του σκέφτηκε ότι μάλλον δεν θα έπρεπε να φωνάζουν μην έρθουν και άλλα.
"θα σου πετάξουμε γυαλιά νυχτερινής οράσεως, φόρα τα και κοίτα. Και δεν είναι ανάγκη να ψιθυρίζεις. Είναι κουφά."

Του πέταξαν τα γυαλιά, τα φόρεσε και αμέσως όλα φαίνονταν καθαρά με το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα. Δυο άντρες στεκόντουσαν πάνω απ το πτώμα του τέρατος με στολές και όπλα τελευταίας τεχνολογίας, υπήρχε και κάποιος ακόμα σε μια κάσα που πρόσεχε πίσω τους. Τα υπόλοιπα εφτα μέλη της ομάδας ήταν διαμελισμένα, το αίμα είχε δημιουργήσει μικρά ποταμάκια και λίμνες που χυνοντουσαν σε φρεάτια.
"τον διάδρομο κοίτα" του φώναξαν.
Έβγαλε το κεφάλι του με προσοχή και κοίταξε παντού, ακόμα και στο ταβάνι.
"τίποτα, μάλλον έφυγε"
Φάνηκε πως χαλάρωσαν άρχισαν να μαζεύουν ότι μπορούσαν να σώσουν απ τον εξοπλισμό τον ατόμων που μόλις πέθαναν. Όταν τελείωσαν ήρθαν προς το μέρος του κοιτάζοντας προς όλες τις μεριές, τον άρπαξαν και άρχισαν να προχωρανε στους διαδρόμους χωρίς να μιλανε. Την μονοτονία έσπαγαν κάποιες καθοδηγητικές εντολές που έλεγε ο ένας. Πάντα κάποιος πρόσεχε τα νώτα. Έπειτα από περπάτημα αρκετής ώρας σταμάτησαν σε μια πόρτα και την άνοιξαν, μπήκαν όλοι μέσα, κλείδωσαν και άρχισαν να τον ρωτανε.
"ποιος είσαι?"
"Vio Sogre απ την γη"
"ήσουν συνέχεια μόνος σου?"
"ήρθα με τους φίλους μου, αλλά χαθήκαμε"
"τότε πιθανότατα να είναι νεκροί"
"από πού το συμπέρασμα αυτό?" είπα νευριασμένος.
"γιατί στις 4 μέρες που μετακινούμαστε είσαι ο δεύτερος ζωντανός που βρήκαμε μέχρι τώρα"
Ήξερα πολύ καλά τι σήμαινε αυτό. Τις σκέψεις μου διέκοψε μια ακόμα ερώτηση.
"έχεις πάει στρατό?"
"ναι, μηχανικός πυροβόλων όπλων"
"ωραία, θα είσαι χρήσιμος. Να τα χρησιμοποιείς ξέρεις? Η μόνο να τα αποσυναρμολογείς?"
"ξέρω"
"οκ, ας χαλαρώσουμε για την ώρα. Μερικές ώρες ύπνου και μετά συνεχίζουμε."
Τους έβλεπε έκπληκτος να ξαπλώνουν σαν να μην έγινε τίποτα.
"μα καλά, πως μπορείτε? Μόλις χάσατε εφτα άτομα και μπορείτε να κοιμηθείτε?"
"μην το σκαλίζεις, χαλάρωσε όσο μπορείς τώρα γιατί σε δυο ώρες θα φύγουμε από εδώ και πιστεύω ότι τον χρειαζόμαστε τον ύπνο όλοι μας. Κρις εσύ θα είσαι ο πρώτος που θα προσέχεις την πόρτα"
Είδε το άτομο που λεγόταν Κρις να κάθετε μπροστά στην πόρτα, να βάζει γυαλιά νυχτερινής οράσεως και να κάνει κάτι στην βάση της πόρτας

Με το μυαλό κολλημένο στην ίδια ερώτηση έκλεισε τα μάτια του. Δεν πρόλαβε να κοιμηθεί και ξύπνησε από εφιάλτη, ξανάκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να κοιμηθεί και πάλι, άλλαζε συνέχεια θέσεις χωρίς να βρίσκει μια βολική θέση.

"μην το κάνεις αυτό, μπορεί να μην ακούνε αλλά νιώθουν τον παραμικρό κραδασμό."

Κοιμήθηκε και πάλι για μια ώρα η οποία ήταν γεμάτη με περισσότερους εφιάλτες με τέρατα, κομμένα κεφάλια, αίματα και ριπές από αυτόματα. Όταν άνοιξε τα μάτια του είδε το ταβάνι, το ίδιο ταβάνι που είχε στο δωμάτιο του. Όμως τώρα ήταν ένα τελείως διαφορετικό ταβάνι, γεμάτο μοναξιά και πόνο.



to be continued 
Τετάρτη, Μαΐου 26, 2010


Τα βήματα του πάνω στο μέταλλο ακούγονταν αλλόκοτα αφού το οξύ απ' το στόμα του πλάσματος είχε λιώσει τις σόλες των παπουτσιών του. Είχε λαχανιάσει απ' το τρέξιμο, όλοι οι διάδρομοι του φαίνονταν ίδιοι, οι τοίχοι δε διέφεραν και οι διασταυρώσεις ήταν πανομοιότυπες. Σταμάτησε και αφουγκράστηκε χωρίς το αυτί του να πιάνει κανένα ήχο. Έκλεισε τον φακό του για οικονομία στις μπαταριές και με όση περισσότερη ησυχία μπορούσε κάθισε κάτω. Απ' όλη την παρέα του μόνο αυτός ήταν ζωντανός, είχε να δει άνθρωπο εδώ και μια μέρα η τουλάχιστον έτσι νόμιζε γιατί χωρίς ρολόι και χωρίς οποιοδήποτε ίχνος ενημέρωσης δεν ήξερε πια τι ώρα είναι, ποια μέρα είναι. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι πρέπει να μετακινείτε αθόρυβα και συνέχεια για να μην τον βρει το τέρας, του είχε γλιτώσει μια φορά αλλά την επόμενη… ποια επόμενη, δεν θα υπάρξει επόμενη. Εάν ξανασυναντηθούν πάλι τότε δεν υπάρχει σωτηρία. Έπειτα από ξεκούραση αρκετής ώρας σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και άρχισε να προχωράει δεν ήξερε το προς τα πού αλλά μετακινιόταν συνέχεια. Το φως του φακού του έδειχνε ότι πριν από αυτόν είχαν περάσει και άλλοι απ τον ίδιο δρόμο, η ιδέα και μόνο του έδινε ελπίδες ότι θα βρει και άλλους επιζώντες. "ολόκληρο κρουαζιερόπλοιο με 13000 ανθρώπους, τι διάολο, αποκλείεται να τους έχει σκοτώσει όλους, πότε πρόλαβε!" μουρμούρισε. Εκτός και εάν δεν ήταν μόνο ένα. Στην ιδέα και μόνο η καρδία του άρχισε να χτύπα πιο δυνατά και γρήγορα. Σταμάτησε και αφουγκράστηκε. Τίποτα, ¨ούτε νεκροταφείο δεν έχει τόση ησυχία¨ σκέφτηκε, συνέχισε να περπατάει στις μύτες και να προσέχει το παραμικρό πράγμα. Στην μύτη του διείσδυσε απότομα η μυρωδιά του σάπιου και της καμένης σάρκας. Αμέσως έσβησε τον φακό του και πλησίασε στην άκρη του τοίχου, γλιστρώντας στον οποίο έφτασε στην γωνία, έβγαλε με προσοχή το κεφάλι σιγά-σιγά και κοίταξε εάν ήταν ασφαλές να περάσει απέναντι. Τα μόνα φώτα που λειτουργούσαν ήταν πάνω απ' τις πόρτες των δωματίων, όμως έβγαζαν αχνό φως το οποίο ίσα που φαινόταν. Κοίταξε προς όλες τις κατευθύνσεις, τίποτα. Άρχισε να μετακινείται με αργές κινήσεις απέναντι. Ακριβώς στην μέση του διαδρόμου με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση. Σταμάτησε και όντως κάτι κάπου κινούνταν, παρατήρησε ότι τα φωτάκια των δωματίων εξαφανίζονταν και ξαναεμφανίζονταν σαν κάποιος να πέρναγε από μπροστά τους. Ότι και να ήταν πρέπει να τον είδε γιατί αύξησε την ταχύτητα του κατακόρυφα. Χωρίς να χάσει ούτε χιλιοστό του δευτερολέπτου έφτασε απέναντι και όσο πιο γρήγορα μπορούσε βρήκε ένα δωμάτιο στο οποίο δεν δούλευε το μικρό φως από πάνω. Μαζεύτηκε κάτω απ' την παχιά κάσα της πόρτας και κρατούσε την αναπνοή του για να ακούσει, όμως τίποτα, ούτε περπάτημα, ούτε ο παραμικρός θόρυβος. Έκατσε εκεί για μισή ώρα, μπορεί να ήταν και μια ώρα, δεν μπορούσε να υπολογίσει. Βγήκε απ την κρυψώνα του, πλησίασε την γωνία τις διασταύρωσης και κοίταξε προσεκτικά. Το αχνό φως αρκούσε για να τρομάξει με αυτό που είδε. Στην μέση του διαδρόμου το εξωγήινο τέρας τραβούσε κάποιο χέρι από κάτι που μάλλον μερικές ώρες πριν θα ήταν άνθρωπος, το κεφάλι και τα πόδια έλειπαν, υπήρχε μόνο το πάνω μέρος του σώματος με δυο χέρια. Οι λεπτομέρειες ήταν εφιαλτικές, μπορούσες να δεις τα πλευρά, το περισσότερο δέρμα έλειπε, μάλλον λόγο του καυστικού οξέος που έσταζε απ το στόμα του τέρατος και το άλλο χέρι τρανταζόταν άψυχο σαν να μην ήταν αληθινό. Όση ώρα στεκόταν παρατήρησε ότι το πλάσμα ακόμη και τρώγοντας δεν έκανε θόρυβο. Ακούστηκε κάτι από πίσω του, απ' τον τρόμο του δεν μπόρεσε ούτε να κουνηθεί, ευτυχώς.  Γιατί δίπλα του, ούτε πολύ ούτε λίγο στα 2 μέτρα ήταν ένα δεύτερο εξωγήινο πλάσμα. Το είδε με την περιφερειακή του όραση, το ύψος του ήταν ίσο με αυτό ενός κανονικού άνδρα. Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω του. Τον κοιτούσε, τον περιεργαζόταν με εκείνα τα απίστευτα μικρά μάτια που γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι απ' τις αντανακλάσεις του απειροελάχιστου φωτός. Η καρδία του σταμάτησε, το σώμα του μούδιασε και τα δευτερόλεπτα του φάνηκαν ώρες που δεν πέρναγαν με τίποτα. Τότε είδε στην άλλη άκρη ένα φως μετά βγήκαν μερικά ακόμα. Όταν πλησίασαν λίγο κατάλαβε ότι ήταν φακοί. Μέσα του ήθελε να φωνάξει απ' την χαρά του και την απόγνωση. Συνολικά ήταν 10 άτομα και περπατούσαν παράξενα, δίπλα δίπλα στους τοίχους σε 2 ομάδες των πέντε ατόμων, μόλις διένυσαν μια μικρή απόσταση απ' την γωνία που βγήκαν ένας ένας έσβησαν οι φακοί και άναψαν άλλα πιο μικρά φωτάκια χρώματος πράσινου και κόκκινου. Τα έβλεπε με απίστευτα αργή ταχύτητα να πλησιάζουν. Τα μάτια του απ την κούραση είχαν αρχίσει να θολώνουν, τα ανοιγόκλεισε και η όραση του επανήλθε στο κανονικό. Τότε τον γέμισε ένα κύμα απελπισίας γιατί είδε πως οι άνθρωποι απομακρύνονταν αντί να έρθουν να τον βοηθήσουν. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να τρέμουν και προσπαθούσε να κρατηθεί όρθιος. Δεκάδες σκέψεις πέρασαν απ' το μυαλό του "αυτό είναι φυσικό, γιατί να ρισκάρεις τις ζωές 10 ατόμων όταν μπορείς να φύγεις", "έπρεπε να ακούσω την μητέρα μου και να μην πάω με την παρέα μου, γιατί να έχουν πάντα δίκαιο οι μητέρες?", "είναι και άδικο να πεθάνω παρθένος ρε γαμώτο ΓΙΑΤΙ?!".

to be continued 
Σάββατο, Απριλίου 24, 2010
- Που θα φταναμε εαν την ειχαμε?, μεχρι που θα ηταν τα ορια μας?
- Ποιος ξερει! μπορει και πιο μακρυα απ οτι φτασαμε σημερα!
- Ας ψαξουμε για μια και θα την εχουμε εναλλαξ
- ΝΑΙ!!!

> Μετα απο μερικα λεπτα σιγης

- Ομως πως θα την βρουμε?
- Εχω ακουσει πως υπαρχει ενας γαλαξιας και σε εκεινο το γαλαξια γεννιουνται με αυτες!
- Ποσο μακρυα ειναι?
- Δυο Γούλιες
- Ειναι αρκετος καιρος
- Ναι το ξερω αλλα αξιζει
- Τοτε ας παμε

> Οι δυο Γούλιες περασαν και φτασανε στον γαλαξια που ειχαν βαλει στοχο. Εντοπισαν τον πλανητη που εψαχναν και αρχισαν να ερευνουν. Μετα την ερευνα αρχισαν να περνουν δειγματα. Μετα τα δειγματα αρχισαν τα πειραματα και μεσα σε αλλες δυο Γούλιες καταφεραν να απομονωσουν αυτο που πιστευαν οτι χρειαζονται. Οποτε ξεκινησαν τον δρομο για το σπιτι τους με ενα καινουργιο οργανο μεσα στο τωρα πια εν μερη μεταλλικο σωμα τους.
Τους υποδεχτηκαν σαν ηρωες. Απο εκεινη την μερα και μετα απειρα ταξιδια εγιναν για εκεινο τον πλανητη. Ολο και περισσοτεροι γυρνουσαν πισω με μια αισθηση πληροτητας.
Στηθηκε εμποριο και εξαγωγες. Καποιοι εμειναν πισω για να παρεχουν μια σταθερη ροη του προϊοντος. Ομως οσο περισσοτερο εμεναν σε εκεινο τον πλανητη τοσο περισσοτερο μεγαλωνε το αισθημα ζηλειας που ειχαν ως προς τους ενοικους του πλανητη φαρμα τωρα πια. Καποιοι ειχαν αρχισει να παιζουν τον Θεο λογο της ζηλειας και της τεχνολογικης υπεροχης που ειχαν. Οι δυο, τοτε, πρωτοποροι τωρα πια εβλεπαν τις συνεπειες τον πραξεων τους.
 
- Εχεις καταλαβει τι εχουμε κανει?
- Ναι. Απ οτι φαινεται καταστρεψαμε αλλον εναν πολιτισμο.
- Εαν δεν κανω λαθος αυτος ειναι ο Πεντηκοστός Εβδομηκοστός Τρίτος.
- Ναι ομως ακομη και με την καρδια που πηραμε απο τον τελευταιο πλανητη νιωθω καποιο κενο...

...

- Που θα φταναμε εαν το ειχαμε?, μεχρι που θα ηταν τα ορια μας?
- Ποιος ξερει! μπορει και πιο μακρυα απ οτι φτασαμε σημερα!

Τρίτη, Μαρτίου 30, 2010
 ...περπατώντας αγκαλιά με την αγαπημένη του σε μια εξοχή αντίκρισαν ένα ψοφίμι. Εμπνευσμένος από αυτήν την εικόνα της έγραψε ένα ποίημα: "Τέτοιο ελεεινό απόρριμμα θα γίνεις κάποτε κι εσύ. Μια παρόμοια μιαρή σιχασιά. Αστέρι μου, ήλιε που μου φωτίζεις την ψυχή. Άγγελε μου, που σε ποθώ λαχταριστά".


Ο θάνατος είναι ο μόνος που θα 'ρθει και θα μας λυτρώσει, όλα τ' άλλα πάνε και έρχονται.. Και κάποτε ξεχνιούνται.. Λένε...
"Κι όμως σ' αγαπώ ρε γαμ...."
Κυριακή, Μαρτίου 14, 2010


Επιτέλους φτάσαμε, η μάλλον δυστυχώς.. Δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι τι μπορεί να γινόταν από 'δω και πέρα.. Η Μαίρη ξύπνησε και κατεβήκαμε όλοι απ' το αμάξι. Κατευθυνθήκαμε προς το κοντινότερο μαγαζί για να βρούμε τίποτα φαγώσιμο και μόλις μπήκαμε μέσα ο πατέρας μου μας άφησε για να κάνει ένα επείγον τηλεφώνημα, απ' ό,τι είπε, σ' ένα τηλεφωνικό θάλαμο που υπήρχε εκεί κοντά. Εγώ άφησα τη Μαίρη που το βλέμμα της είχε χαθεί ανάμεσα στα ράφια με τα γλυκά και πριν προλάβει να με δει κανείς έτρεξα πίσω στο αμάξι.. Βέβαια, πήρα μαζί μου και ένα λοστό που είχα δει καθώς ερχόμασταν και κρύφτηκα στο portpaguzz ελπίζοντας πως θα με ξεχάσουν.. Και για καλή μου τύχη, είχα ψυχολογήσει την κατάσταση πολύ καλά.. Ο πατέρας μου επιστρέφοντας στο μαγαζί, πήρε τη μικρή απ' το χέρι και ήρθαν γρήγορα πίσω στο αμάξι. "Μα δε θα περιμένουμε και τον..." πήγε να πει η Μάιρη όταν τη διέκοψε απότομα ο πατέρας: "Μη ρωτάς πολλά. Θα 'ρθούμε να τον πάρουμε αγρότερα, δε θα πάθει τίποτα για λίγο μόνος του. Πάμε τώρα." και έβαλε μπρος τη μηχανή...

Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν σταμάτησαν έξω από μια μονοκατοικία και κατέβηκαν πηγαίνοντας προς τα 'κει.. Εγώ τότε μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά βγήκα όσο πιο ψιθυριστά μπορούσα και περίμενα να δω ποιος κρυβόταν πίσω απ' όλα αυτά... Ο πατέρας μου χτύπησε δυο φορές την πόρτα και μετά από λίγο άνοιξε.. Τότε εμφανίστηκε μια ψηλή, πολύ όμορφη γυναίκα η οποία αμέσως τον αγκάλιασε και τον φίλησε.. "Καλώς ήρθες αγάπη μου. Άργησατε μπορώ να πω!" είπε χαμογελαστή. "Συγγνώμη για την καθυστέρηση. Μαίρη, από 'δω η πραγματική σου μητέρα." είπε αυτός και έδειξε την ξανθιά καλονή. Η μικρή τότε σάστισε και δεν μπόρεσε να βγάλει ούτε λέξη απ' το κακόμοιρο, τρεμάμενο στοματάκι της.. Εγώ δεν ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα μετά απ' ό,τι είχα δει και αφού έσφιξα το σίδερο στα χέρια μου έτρεξα καταπάνω τους... Χωρίς να χάσω χρόνο, μ' ένα πήδημα έδωσα μία από πίσω στο κεφάλι του πατέρα μου και αμέσως σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμος. Η γυναίκα τότε άρχισε να ουρλιάζει στο απρόσμενο αυτό θέαμα, αλλά πολύ γρήγορα την έκανα να σωπάσει κι αυτή... Δε μπορώ τις υστερίες, μου τη δίνουν στα εύθραυστα νεύρα μου.. Και εκείνη τη στιγμή ήρθε πάλι πίσω εκείνο το συναίσθημα, εκείνο το τόσο γλυκό συναίσθημα, όπως τότε στις δημόσιες τουαλέτες, με τη πετσέτα να τρύβεται στα χέρια μου και εγώ να τρέμω από την υπερβολική δόση αδρεναλίνης.. Είχα ιδρώσει και τα χέρια μου ήταν παγωμένα, όμως συνέχισα να τους χτυπάω και τους δύο αλύπητα εναλλάξ μέχρι που σιγουρεύτηκα πως ήταν τελείως νεκροί. Σκούπισα με το αριστερό χέρι μου το πρόσωπό μου και ασυναίσθητα άφησα να μου ξεφύγει ένα ελαφρύ χαμόγελο ανακούφισης.. Αμέσως γύρισα προς τη Μαίρη που κοιτούσε σιωπηλή το χωρό του αίματος, ακίνητη σαν κέρινο άγαλμα που μόλις είχε συναντήσει το δημιουργό του.. Πήγα κοντά της και την αγκάλιασα τρυφερά με τα κατακόκκινα χέρια μου... "Μη φοβάσαι" της είπα, με την πιο γαλήνια φωνή που με είχα ακούσει να βγάζω ποτέ απέναντι της. "Ώρα να πάμε σπίτι"...
Δευτέρα, Μαρτίου 01, 2010

 


Αυτό το ταξίδι έπρεπε να γίνει.. Δε μπορούσα άλλο αυτήν την κατάσταση και τώρα ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να τ' αλλάξω χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτα.. Να πράξω στις σκιές.. Ο μικρός είναι έξυπνο παιδί, στηρίχτηκα σ' αυτόν γιατί ήξερα πως  δε θα τα θαλασσώσει και ευτυχώς μ' έβγαλε ασπροπρόσωπο.. Ίσως βέβαια αυτό που έγινε να τον πείραξε λίγο, αλλά θα του περάσει με τον καίρο. Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να καταλάβει.. Ελπίζω μόνο να μην κάνει καμιά τρέλα και μ' αναγκάσει ν' αντιδράσω.. Αν χρειαστεί, θα μπορούσα ακόμη και να τον λυτρώσω απ' την άρρωστη και μίζερη μέχρι τώρα ζωή του... Η ελάχιστη θλίψη του για το σωστό λάθος που έκανε, ίσως και να μ' ευχαριστήσει τότε για τη φιλεύσπλαχνη αυτή πράξη μου...

Πέρασε μια ώρα παρά κάτι από τότε που μπήκαμε στ' αμάξι και κανείς μας δεν έχει πει κουβέντα.. Ο πατέρας μου οδηγεί με το βλέμμα του καρφωμένο στο τιμόνι, η Μαίρη αποκοιμήθηκε εδώ και ώρα στο πίσω κάθισμα και εγώ ακόμη προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει.. Νόμιζα ότι κανείς δεν ήξερε, ότι τα είχα όλα υπό έλεχγο, αλλά πλέον νιώθω απλά σαν ένα πιόνι που έκανε σωστά τη δουλειά του.. Πως όμως μπορεί κάποιος να ξέρει κάτι που θα κάνεις πριν καν το σκεφτείς?..
Και όσο με έτρωγαν οι σκέψεις τόσο πιο πολύ  μισούσα αυτό το θηλυκό μικρόβιο που δεν έλεγε να εξαφανιστεί απ' τη ζωή μου. Αν κρίνω απ' την αντίδρασή της και το απίστευτα αθώο μυαλουδάκι της, δεν πρέπει να κατάλαβε τίποτα. Λογικά πίστεψε τα λόγια του πατέρα μου, μη μπορώντας να σκεφτεί κάτι παραπάνω. Και που να 'ξερε...
Λίγο αργότερα ακούστηκαν οι πρώτες λέξεις σαν μια μικρή έκρηξη που βίασαν την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε και είχε αρχίσει σιγά σιγά να με ηρεμεί.. "Εγώ λέω να μην της το πούμε, να μείνει μεταξύ μας σαν ένα απαραβίαστο οικογενειακό μυστικό. Τι λες?" είπε με σιγανή φωνή και με κοίταξε με την άκρη του ματιού του.. Όπως θες πατέρα, απλά μήπως θα ήθελες να μου πεις...
(Μια περίεργη κλήση στο κινητό του διέκοψε τη φράση μου που τελικά δεν ολοκλήρωσα ποτέ...)

Τι θες? Πως πήγε? Μια χαρά.. Πως είναι η κόρη μου, είναι καλά? Καλά είναι. Χαίρομαι. Δεν έπρεπε να ρισκάρουμε τη ζωή της, παρα ήταν ριψοκίνδυνο αυτό που έκανες. Το ξέρω, αλλά ήμουν σίγουρος ότι.. Καταλαβαίνεις.. Ναι εντάξει μη μου λες άλλα, αφού όλα πήγαν καλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο μικρός είναι εκεί? Ναι. Καλά θα σε κλείσω για τώρα για να μην καταλάβει τίποτα περισσότερο και ξαναμιλάμε αργότερα.. Φιλιά και να προσέχεις, σ' αγαπώ! Και εγώ...
Κυριακή, Φεβρουαρίου 14, 2010



Μισό τετραγωνικό για να χορέψεις, τα σώματα τρίβονται μεταξύ τους, το μυαλό θολωμένο απ το αλκοόλ, οι αισθήσεις να μην νιώθουν τίποτα. Παντού πρόσωπα, κοπέλες, αγόρια να χορεύουν στο ρυθμό ή όχι. Κάποιοι να χορεύουν σαν ψάρια που μόλις τα έβγαλαν απ την θάλασσα και σπαρταράνε να ξαναμπούν πάλι πίσω και να αναπνεύσουν. Καλύτερα θα χόρευε κάποιος που χτυπήθηκε από ηλεκτρισμό ή κάποιος με Πάρκινσον.
Τα αυτιά σου βουλωμένα απ την ένταση των ηχείων. Τα μάτια καρφωμένα σε μια σιλουέτα, τα ποτά να κατεβαίνουν το ένα μετά το άλλο, η όραση θολώνει με την κάθε γουλιά. Η μουσική χαμηλώνει για να σε βρει στο κέντρο του επικέντρου και'συ να τα δίνεις όλα με το χορό σου. Γιατί ξέρεις ότι είναι ίσως απ τις λίγες φορές που θα είσαι κοντά σε ένα καυτό κορμί, με τα στάνταρ που θέτει το αντρικό μάτι. Νιώθεις το μπάσο να περνά μέσα απ όλο το σώμα σου, το ένα κύμα μετά το άλλο μέχρι που κλείνουν τα φώτα, οι φωνές, οι ομιλίες,τα πάντα εκτός απ την μουσική.
Όλα στροβιλίζονται και σύννεφα σε προσκαλούν στο μαλακό κρεβάτι που έφτιαξαν. Ξαπλώνεις και νιώθεις ένα χτύπημα λίγο πιο κάτω απ το κεφάλι σου, σε ενοχλεί αλλά όχι τόσο ώστε να σηκωθείς. Και όλα μαυρίζουν, χάνεσαι μέσα σε ένα μαύρο ατελείωτο χώρο που δεν έχει ούτε όνειρα, ούτε έδαφος για να σταθείς. απλώς πέφτεις μέσα του.
Η επόμενη μέρα ξεκινά με την εισβολή μιας μυρωδιάς από οινόπνευμα, εμετό και νοσοκομείου. Η επόμενη αίσθηση μετά την όσφρηση που ξυπνάει είναι η ακοή, που δέχεται ερεθίσματα από φωνές παραμορφωμένες. Και τέλος τα μάτια σου ενεργοποιούνται για να δεις ένα λευκό ταβάνι, αριστερά και δεξιά σου πρόσωπα άγνωστα, που φαίνεται ότι μιλάνε αλλά η ακοή σου αρνείται να ξεκαθαρίσει τους ήχους. Κοιτάς τα πρόσωπα και ένα κύμα πανικού σε πλημμυρίζει μαζί με ερωτήσεις. Προσπαθείς να μιλήσεις όμως το στόμα δεν λέει να ανοίξει. Ένα από τα πρόσωπα γυρνά προς την μεριά σου και σε κοιτά με απορία και μετά από λίγο ξεσπά σε κλάματα, είναι ένα ρυτιδιασμένο πρόσωπο που φαίνεται ότι έχει περάσει πάρα πολλά στην ζωή.
- Αγόρι μου.
Τα δάκρυα πέφτουν επάνω στο πρόσωπό σου όταν η γυναικά που αυτοαποκαλείται η Μητέρα σου σε αγκαλιάζει, μα το μόνο που περνά απ το μυαλό σου, είναι να σπρώξεις την γυναικά από κοντά σου μες στο πανικό. Όμως όπως και το στόμα σου έτσι και τα χέρια σου δεν σε ακούνε. Ύστερα δοκιμάζεις να κουνήσεις τα πόδια σου για να επιβεβαιώσεις την τρομαχτική σκέψη που πέρασε απ το μυαλό σου, όμως ούτε εκείνα αντιδράνε. Τώρα πια είσαι σίγουρος και θες να φωνάξεις, να ουρλιάξεις. Μέσα στο μυαλό σου προσπαθείς να θυμηθείς το τι έγινε χτες βράδυ και το πως κατέληξες εδώ. Όταν ξεκαθαρίζει η ακοή σου το πρώτο που ακούς είναι μια φράση που σε κάνει να θες να κουφαθείς και πάλι.
- Δυστυχώς ο νεαρός έχει παραλύσει το μόνο που μπορεί να κάνει τώρα είναι να ακούει και να βλέπει. Τα συλληπτήρια μου.



To Sentimental-Violence και το Υπουργείο Υγείας Προειδοποιεί, το Clubing βλάπτει σοβαρά την υγειά...





Half square to dance, bodies rubing, the brain blured from the alcochol, the senses dont feel anything. Everywhere faces, girls, boys dancing in the rythm or not. Some dance as fishes that where just removed from the sea and writhe to get back again and breathe. Somebody that was struck by electricity or somebody with Parkinson would dance better then them.
Your ears blocked from the volume of the resonators? The eyes nailed at a silhouette, the drinks going down the one after the other, the sight blurs with the each sip. The music lowers to find you in the centre of epicentre and you are giving all you have with your dance. Because you know that it is perhaps from the few times where you will be near a hot body, by the stantar's that the male eyes place. You feel the bass passing though all your body, a wave after the other untill the lights close, the voices too, the speeches, everything except the music.
All swirl's, and clouds invite you in the soft bed that they made. You lay down and you feel a blow, just below your head, it doesnt bother you that much. Everything becomes black, you are lost in a black endless space that doesnt have neither dreams, neither ground to stand, simply you fall in it.
The next day begins with the invasion of a mixed smell of alcohol, vomit and hospital. The next sense after the olfaction that wakes up is the hearing, that accepts irritant from deformed voices. And finally your eyes are activated in order for you to see a white ceiling, left and right of you persons unknown, it looks like they are talking but your hearing deny to clear up their voices. You are looking the faces and a wave overflow's you with panic and questions. You try to speak, however the mouth denies to open. One of the faces turns towards you and looks at you with query and after a little it bursts out in tears, it is a wrinked face that appears to been though alot, in life.
- my boy.
Tears droping on your face when the woman that call's herself your Mother embraces you, butthe only thing that passes from your brain, is you push the woman away from you in the panic. However as your mouth thus your hands too dont obey you. The next thing you try is to move your legs in order to confirm the scary thought that passed from your brain, however nor those react. Now you are sure and want to shout, to scream. In in your brain you try to remember what happened last night and what led you here. When your hearing clears you the first thing that you hear is a phrase that makes you to wish that you couldnt hear once again.
- Unfortunatlly the young man is paralized and the only thing that he can do now is to hear and see. I am sorry but there is nothing we can do.



Sentimental-Violence and the Health department Warns, Clubbing harms seriously the health…





If there are any mistakes in the english version please tell me so i ll correct it :)

About Me

Other Puppets

Memento Mori

Memento Mori

The boy who wanted to be a real puppet...

Smile as they cry, teach them how to fly. Bring the bed where they'll sleep for last time and in the end.. Dance on their graves...